
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας μικρός κήπος…
Γύρω του ανθούσαν φραγκοσταφυλιές, βαριές από κόκκινα τσαμπιά.
Όλα στον κήπο έπαιζαν σε αποχρώσεις του κόκκινου και του πράσινου.
Στα μονοπάτια, ανάμεσα στις φυλλωσιές, ξεχείλιζαν πράσινα μπουκέτα με μεγάλες κόκκινες γαρδένιες.
Και μύριζαν...
Ήταν βράδυ και σ΄ένα παγκάκι, ένα κορίτσι με κόκκινο φόρεμα ονειρευόταν: «Τον αγαπώ!»
Απέναντι, ήταν ένας άλλος μικρός κήπος…
Εκεί, οι φραγκοσταφυλιές είχαν λευκά τσαμπιά.
Όλα έλαμπαν σε αποχρώσεις του λευκού και του πράσινου.
Στα μονοπάτια, πράσινα μπουκέτα φιλοξενούσαν μεγάλες λευκές γαρδένιες.
Και μύριζαν...
Ήταν βράδυ και σ' παγκάκι, ένα κορίτσι με λευκό βαμβακερό φόρεμα ονειρευόταν: «Τον αγαπώ;»
Οι δύο μικροί κήποι έλαμπαν στο χάλκινο σεληνόφως.
Τα παράθυρα του μικρού σπιτιού με τον κόκκινο κήπο, τα φώτιζε ένα ζεστό, κέρινο φως.
Το κορίτσι με το κόκκινο φόρεμα ρίγησε, σηκώθηκε και μπήκε μέσα…
Στο μικρό σπίτι με τον λευκό κήπο, τα παράθυρα έμειναν σκοτεινά.
Το κορίτσι με το λευκό φόρεμα ρίγησε, όμως έμεινε ακόμη λίγο στο παγκάκι και ονειρευόταν...
Οι γαρδένιες, οι κόκκινες και οι λευκές, και τα δροσερά φύλλα των φραγκοσταφυλιών έλαμπαν στο φως του φεγγαριού.
Πλέον, στο σπίτι με τον κόκκινο κήπο, ένα κορίτσι πλάγιαζε.
Το φεγγάρι χάιδευε το ροδαλό κορμί της και το κόκκινο μετάξι στην πολυθρόνα.
Το κορίτσι ονειρευόταν: «Με αγαπά;»
Και στο σπίτι με τον λευκό κήπο πλάγιαζε ένα κορίτσι.
Το φεγγάρι χάιδευε το λευκό της κορμί και το απαλό βαμβάκι στην πολυθρόνα.
Το κορίτσι ονειρευόταν: «Τον αγαπώ!»
Και ήρθε το ξημέρωμα…
Ένα γκριζοκόκκινο φως απλώθηκε πάνω στους μικρούς κήπους.
Όλα ήταν υγρά και λαμπερά.
Τα κορίτσια τύλιξαν καλά τις κουβέρτες τους γύρω από τα σώματά τους και κοιμήθηκαν… δίχως όνειρα.
0 Σχόλια