
Γέρασε πριν την ώρα της, η νοικοκυρά, εξαιτίας των απογοητεύσεων. Ήταν ένας ύπουλος καρκίνος της ψυχής που την έτρωγε ύπουλα και αθόρυβα. Γινόταν όλο και πιο παχιά, όλο και πιο κίτρινη, όλο και πιο απογοητευμένη. Και μια μέρα έγινε 60 χρονών ξαφνικά. Σε «ανύποπτο χρόνο».
Ο μεγάλος της γιος, τής έλεγε συνεχώς, «μαμά, ο ύπνος είναι πιο σημαντικός από τις δουλειές και το φαΐ, άσε τουλάχιστον τον χρόνο να εξαγοράσει την άφεση των αμαρτιών της άγνοιάς σου» και εκείνη απαντούσε, «στις επτά το πρωί το σπίτι πρέπει να είναι καθαρό, αλλά από αυτά δεν καταλαβαίνεις εσύ...»Όχι, ο γιος της δεν καταλάβαινε όντως απ΄ αυτά.
Η τάξη του σπιτιού είς βάρος της τάξης της ζωής. Αυτή η ανούσια τάξη έγινε ο δήμιός της. Ο νόμος του άψυχου νίκησε το νόμο του έμψυχου κόσμου... η τάξη του σπιτιού, η τάξη της ζωής.
Και μια νύχτα κρεμάστηκε... και κρεμόταν και κρεμόταν και κρεμόταν... και ένα αόρατο χέρι έκοψε το σχοινί την τελευταία στιγμή και την γλύτωσε... την γλύτωσε προσωρινά, μόνο και μόνο για να ζήσει ακόμη ένα έμφραγμα λίγο αργότερα, ένα χειρότερο έμφραγμα, έναν φρικτότερο πνιγμό... τα μάτια γεμάτα απερίγραπτο τρόμο...
Η κόρη της, η οποία υπέφερε επίσης από μια συλλογή απογοητεύσεων και συνεπώς γινόταν όλο και πιο παχιά, όλο και πιο κίτρινη, δήλωσε μετά το πρώτο έμφραγμα της μητέρας της πως αγόρασε ένα πιστόλι και πως αν μια φορά της συνέβαινε το ίδιο που συνέβει στη μαμά -θα ήταν η τελευταία φορά.
Ο μεγάλος γιος κήρυττε: «Ο θεός κρατάει βιβλίο με τα έσοδα και τα έξοδα της ζωή μας. Ελπίζει ότι θα είμαστε καλοί έμποροι, αλλά εμείς δεν είμαστε. Ο θεός δεν κλαίει για μας, δεν γελάει με μας, είναι δίκαιος και περιμένει. Ελέγχει την σταδιακή χρεοκοπία της ζωτικής μας ενέργειας και μας τιμωρεί με χρόνιες αρρώστιες». Και κάποιος πάντα του απαντούσε: «Φιλοσοφία αντί για συμπόνοια; Είσαι απάνθρωπος».
Ναι, ήταν απάνθρωπος, δηλαδή ένιωθε προληπτική συμπόνοια.
Τα απογεύματα ερχόταν συχνά οι συγγενείς και η μελλοθάνατη ρωτούσε τους επισκέπτες:
«Θες τον καφέ ελαφρύ, βαρύ;... ό,τι θες... μπορείς να έχεις και τα δυο... δεν μου κάνει κόπο... με γάλα; Χωρίς; Μήπως με κρέμα γάλακτος; Παρακαλώ, πάρε ό,τι θες... ω, αυτό που είπες ήταν πραγματικά πολύ αστείο... ποιος θα το περίμενε αυτό; Μαρία δοκίμασε την κρέμα πορτοκάλι... δοκίμασε και τα τροπικά φρούτα... για τους χουρμάδες μου και τα σταφύλια Μάλαγας είμαι πολύ περήφανη... δεν θα φανερώσω την πηγή μου».
«Θες τον καφέ ελαφρύ, βαρύ;... ό,τι θες... μπορείς να έχεις και τα δυο... δεν μου κάνει κόπο... με γάλα; Χωρίς; Μήπως με κρέμα γάλακτος; Παρακαλώ, πάρε ό,τι θες... ω, αυτό που είπες ήταν πραγματικά πολύ αστείο... ποιος θα το περίμενε αυτό; Μαρία δοκίμασε την κρέμα πορτοκάλι... δοκίμασε και τα τροπικά φρούτα... για τους χουρμάδες μου και τα σταφύλια Μάλαγας είμαι πολύ περήφανη... δεν θα φανερώσω την πηγή μου».
Και μετά, τα βράδια ήταν πάντα εξαντλημένη από τις επισκέψεις και τις ευγενικές συζητήσεις.
Και τα μεσάνυχτα ήρθε η κρίση...η τελευταία.. Η καρδιά δούλευε ως την τελευταία στιγμή, εννοείται... ήθελε και δεν μπορούσε...φρίκη... και τελικά πέθανε η καλή νοικοκυρά.
Η κόρη ξύπνησε τα ξημερώματα και ούρλιαξε στο λυκόφως: «Μαμά!!!...»
Το πρωί είχαν μαζευτεί όλα τα παιδιά στο σπίτι της νοικοκυράς.
Ο μεγάλος γιος φύλαγε, μπήκε στο δωμάτιο όπου ξάπλωνε η νεκρή του μάνα, της φίλησε το χέρι και ψιθύρισε: «Για πρώτη φορά κοιμάσαι καλά, άστοχη... δεν άφηνες τη ζωή να ξεκουραστει... από τη ζωή... τώρα θα πάρεις πίσω τις ώρες σου, καημένη μάνα, με τόκους και επιτόκια...».
Την ημέρα της κηδείας ήταν όλοι εξαντλημένοι και χλωμοί, ακόμα και ο περιπτεράς, φαινόταν ερείπιο.
Το πρόσωπο της νεκρής ήταν γαλήνιο...
Και τα μεσάνυχτα ήρθε η κρίση...η τελευταία.. Η καρδιά δούλευε ως την τελευταία στιγμή, εννοείται... ήθελε και δεν μπορούσε...φρίκη... και τελικά πέθανε η καλή νοικοκυρά.
Η κόρη ξύπνησε τα ξημερώματα και ούρλιαξε στο λυκόφως: «Μαμά!!!...»
Το πρωί είχαν μαζευτεί όλα τα παιδιά στο σπίτι της νοικοκυράς.
Ο μεγάλος γιος φύλαγε, μπήκε στο δωμάτιο όπου ξάπλωνε η νεκρή του μάνα, της φίλησε το χέρι και ψιθύρισε: «Για πρώτη φορά κοιμάσαι καλά, άστοχη... δεν άφηνες τη ζωή να ξεκουραστει... από τη ζωή... τώρα θα πάρεις πίσω τις ώρες σου, καημένη μάνα, με τόκους και επιτόκια...».
Την ημέρα της κηδείας ήταν όλοι εξαντλημένοι και χλωμοί, ακόμα και ο περιπτεράς, φαινόταν ερείπιο.
Το πρόσωπο της νεκρής ήταν γαλήνιο...
Το επόμενο πρωί η κόρη καθάρισε το σπίτι, τίναξε, σκούπισε, ξεσκόνισε, σφουγγάρισε και φυσικά έτριψε και το χαλί με το καλύτερο καθαριστικό, παλιάς σταθερής αξίας... ψιλοκομμένο λάχανο τουρσί.
«Να μπορούσε να με δει η μαμά... », ένιωθε...
Ανακόντρα
Ana Zumani Elden
0 Σχόλια