
— — — Και ξαφνικά, σαν χιλιάδες εκατομμύρια ακρίδες που περνάνε και καταστρέφουν την εύφορη γη, μπήκε στο μυαλό του ο τρόμος. Ο μεγάλος του έρωτας, η αγάπη του, δεν τον ήθελε πια. Δεν τον ήθελε στ' αλήθεια!
Με αδιαμφισβήτητη διαύγεια εισέβαλε η ιδέα αυτή στον φτωχό του εγκέφαλο, στην φτωχή του καρδιά, ξαφνικά, παραλυτικά, υπονομευτικά.
Το ήξερε. Ναι το ήξερε! Μάλιστα το γνώριζε από την αρχή, το υποπτευόταν δηλαδή, από τις πρώτες ώρες που ήρθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλο. Ήταν σαν να ήθελε να τον προστατέψει από την αρρώστια του, από τη λαχτάρα του στη θορυβώδη μέρα και στην ήσυχη νύχτα.
Ναι, ήθελε να τον προστατεύσει από τη λαχτάρα του, σαν γιατρός, σαν μάνα, σαν αδερφή, σαν αγία. Μια ιδέα, ένα έργο, μια αποστολή.
Μόλις χθες, στις 6 το πρωί, φίλησε το λευκό μπλουζάκι της που ήταν κρεμασμένο σε ένα γάντζο.
Κι ο κάμπος ήταν όμορφος!
Μετά, στις 7.30 ακριβώς τής διηγήθηκε τις πρωινές του ιστορίες.
Όμως σήμερα το πρωί ήταν σα να έπεσε η αυλαία. Δεν τον ρώτησε τι κάνει, αν είναι καλά, ποια τα σχέδια της ημέρας. Δεν ρώτησε τίποτα.
Θανατική ποινή για την ανυπεράσπιστη ψυχή.
Έχει εραστή;!
Επιπλοκές;!
Είναι ανεκπλήρωτα ερωτευμένη με κάποιον άλλο;!
Είναι άρρωστη, στομάχι, έντερα ή κάτι χειρότερο;!
Είναι κουρασμένη;!
Βαρέθηκε;!
Θέλει ελευθερία, χώρο και χρόνο για άλλα πράγματα;!
Μήπως ήταν πολύ ορμητικός με τον έρωτά του;!
Θέλει στ΄αλήθεια να τον προστατέψει από τον εαυτό του;!
Μα αυτό θα ήταν τρομακτικό!
Κι ο κάμπος ήταν μαύρος.
Την άλλη μέρα το πρωί εκείνη του είπε: «Με χόρτασες. Δεν χρειάζεται να απαντήσεις, δεν χρειάζεται, μη λες τίποτα, το βλέπω καθαρά, το ξέρω ότι με βαρέθηκες... κρίμα...».
Κι εκείνος στεκόταν πλέον εκεί, όρθιος, σαν σε στρατιωτική προσοχή, ακούγοντας τα λόγια που ηχούσαν ακόμη στα αυτιά του.
Κι ο κάμπος ήταν όμορφος.
Όμορφος με έναν τρόπο που δεν μπορούσε να περιγράψει — — —
Ελλεβόρα- Άνα Ζουμάνη
0 Σχόλια