
«Σασίτα, φέρε μου σε παρακαλώ το - - - «»
«Η υπηρέτρια σου είμαι; Είσαι πολύ αστείος», απάντησε η Σασίτα.
Η αδερφή της κοίταξε σοκαρισμένη.
Εκείνος χλώμιασε. Ένιωθε να ταράζεται το νευρικό του σύστημα, το εγκεφαλικό του σύστημα, ο νωτιαίος μυελός του, ως κάτω στους αστραγάλους. Τα δάκρυα κυλούσαν με πίεση μέσα στους σωλήνες των οστών του, έβγαιναν από τους πόρους του και έτρεχαν πάνω στο δέρμα του. «Λούστηκε στο δάκρυ».
Και τότε απομακρύνθηκε αργά: «Θα πέσω;», ένιωθε.
Στον δρόμο έβγαλε ένα μανταρίνι από την τσέπη του και το άφησε να πέσει κάτω στο χιόνι. Κι εκείνο -το σπάνιο χρυσό φρούτο της μεσογείου- βούλιαξε σαν σε βαμπάκι. Άφησε και ένα δεύτερο να πέσει. Το τρίτο το τοποθέτησε πάνω στο λευκό σκουφάκι μιας μεγάλης πέτρας.
«Τέρμα τα μανταρίνια», σκέφτηκε.
Όταν έφτασε στο σπίτι του στάθηκε μπροστά στο τζάκι, έβαλε λίγα ξύλα κάτω, πολλά κάρβουνα από πάνω και τα άναψε. Τα ξύλα έσκαγαν με εκείνο το υπέροχο »τσακ!«.
«Ε!», είπε, »εσείς μπορεί να είστε φασαρτζήδες, αλλά προσφέρετε μόνο φωτοβολίδες. Αντίθετα τα κάρβουνα είναι σιωπηλά αλλά καίνε μέσα τους πολύυυυυ ώρα.»
Έκανε ένα τσάι, άναψε ένα πούρο, ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο και άρχισε να κλαίει.
«Μη της δίνετε σημασία», είπε η αδερφή της, η Νανίτα, την επόμενη μέρα που συναντήθηκαν, «Τη μάλωσα για τη συμπεριφορά της και μου είπε "αν δεν είμαι τώρα ανελέητη, τότε πότε, όταν πέσω από τον θρόνο μου;", τόσο ανόητη είναι»
Αυτός όμως άκουγε τους υψηλούς τόνους, την φιλαρμονική μιας βασίλισσας της ζωής. Μιας βασίλισσας, η οποία κυριαρχούσε με τυρρανικό τρόπο, πάνω στο θρόνο της ομορφιάς και της νιότης της. Σαν τον Καίσαρα Βοργία τη φαντάστηκε, να περπατάει με μακρυά μωβ ρόμπα πάνω σε γυμνές, σκοτεινές αντρικές ψυχές.
Έβγαλε τρία μανταρίνια από την τσέπη του και είπε στη Νανίτα «να της τα δώσεις»
«Τρελαθήκετε; Θέλετε να την κακομάθετε κι άλλο;», σοκαρίστηκε η Νανίτα.
«Να της τα δώσεις!»
Την επόμενη μέρα εκείνος έλαβε ένα λευκό πακέτο και μέσα σε μεταξωτό χαρτί ήταν τυλιγμένες οι φλούδες των μανταρινιών.
«Βασιλικό πείσμα».
Όμως δεν την χαιρετούσε πια, αποσύρθηκε και ονειρευόταν: «Βασίλισσα - - -»
Πέρασαν χρόνια πολλά και μια μέρα τη συνάντησε σε ένα μαγαζί όπου εκείνη δούλευε. Την βρήκε κουλουριασμένη σε μια καρέκλα, χλωμή και κρατούσε ένα γράμμα στο χέρι της. Τα μεταξένια μαλλιά της πλαισίωναν σαν φωτοστέφανο το κεφάλι της και έτρεμε κάπως.
«Regina Tristessa - - - Σήκω επάνω!», φώναξε μέσα του και την ίδια μέρα της έστειλε τρία μανταρίνια. Τρεις μέρες αργότερα ήρθε ένα γράμμα: «Σε ευχαριστώ».
«Ω! Η Σασίτα δεν είναι πια βασίλισσα, έχασε τον θρόνο της και έγινε ζητιάνα - - - ζητιάνα!«
Φου! Εξατμίστηκε η μαγεία.
Και τότε έγραψε ένα γράμμα και της το έστειλε.
«Σασιτούλα, μικρή χαζούλα. Είσαι κότα!
_Ένας Βασιλιάς - - -»
Άνα Ζουμάνη Έλντεν
0 Σχόλια