Σε ένα κλωστοϋφαντουργείο, ένα ήσυχο καταφύγιο κοντά στον ποταμό, ζει πλέον η εγγονή του κ. Εργοστασιάρχη. Χιλιάδες ανέμες χορεύουν γύρω από το εαυτό τους και έξω ρέει το ποτάμι, γκρεμίζεται πάνω από ένα φράγμα και γίνεται αφρός. 
Ένας ποιητής μάλλον θα έλεγε, βαθιά ζωή που καθιστά την ύλη  διάφανη, μια ένωση μελαγχολίας και νιάτων, αφοσίωσης και ελπίδας. Τα μάτια λένε «πότε θά 'ρθει;» και «μήπως κοιμάμαι;» - - -
Οι κοινοί θνητοί απλώς θα έλεγαν, «παράξενο πλάσμα»... 
~~~~

Απόγευμα Δεκεμβρίου και ένας άντρας κάνει βόλτα στην ακτή του ποταμού. Συγκινητικό είναι το αντίο της φύσης. Μερικοί θάμνοι εκπέμπουν «δεν θέλω», όμως κάποιοι άλλοι έχουν υποταχθεί, σκύβουν το κεφάλι και «κλαίνε» χιόνι. Από τα λευκά χαλιά που έχουν απλωθεί πάνω στο γρασίδι ξεπροβάλλουν  χορτάρια και μοιάζουν με αγκάθια που τρυπούν το χιόνι. Οι σημύδες είναι χλωμές από το κρύο και τρέμουν μόλις κάθεται ένα κοράκι πάνω στα κλαδιά τους. Στο δάσος, στην πλαγιά του βουνού, βρήκαν καταφύγιο όλα τα καφέ, όλα τα κόκκινα και όλα τα κίτρινα του κόσμου που ακόμη αντιστέκονται. Η ομίχλη απλώνονται σιγά σιγά πάνω στη λίμνη, μοιάζει με θάλασσα, λάμπει στον χειμερινό ήλιο που σβήνει σιγά σιγά και κουφοβράζει. Μπορείς να πεις γι' αυτήν ό,τι λες και για τις θάλασσες,  πως είναι πάντα ίδια και πάντα διαφορετική, μερικές φορές έρχεται σαν πόλεμος και άλλες φορές έρχεται σαν την ειρήνη. Ήρεμα αιωρείται η ομίχλη, πέρα δώθε -και μετά κάθενται στις κορυφές των πεύκων - - -

Ο άντρας κάνει βόλτα στην ακτή του ποταμού και στα λιβάδια κείτονται ετοιμοθάνατα φύλλα που τα έκοψε το χιόνι. Στην πραγματικότητα έχει καθίσει πάνω τους, βαρύ χίλια κιλά, και τα πιέζει ώσπου να υποταχτούν. Κάτω στο έδαφος αφήνονται ολοκληρωτικά στο έλεός του χιονιού και αυτό τα ρουφά, τα τσαλακώνει σαν υγρό χαρτί και τα καταπίνει.

Ο άντρας κατηφορίζει, η ομίχλη ανηφορίζει - - -
Δύο μικρά μαύρα πουλιά αναστατωμένα στον παγωμένο λευκό ατμό, oυρλιάζουν από έρωτα και ζευγαρώνουν στην πτήση. Είναι νεροκότσυφες.

Ο άντρας σταμάτησε τώρα και προσφέρει τη βουβή του αγάπη στη φύση. Και εκείνη δέχεται την αγάπη του σιωπηλά. Και τότε βλέπει μια νέα γυναίκα να κατευθύνεται προς το παλιό κλωστοϋφαντουργείο.
Μεταξύ των μικρών μαύρων πουλιών που ουρλιάζουν από έρωτα -και της φύσης που σιωπηλά δέχεται την αγάπη του άντρα, υπάρχει ένα τρίτο στοιχείο, που δένει τα δύο σε ένα ιδανικό.

Η γυναίκα νιώθει: «Ξυπνάω;»
Ο άντρας ακουμπά στον κορμό ενός δέντρου και την κοιτάζει ώσπου χάνεται μέσα στο κλωστοϋφαντουργείο, εκεί όπου χορεύουν χιλιάδες ανέμες. «Τι παράξενο πλάσμα... σαν διάφανο»

Ο άντρας στέκεται δίπλα στο τεράστιο κλωστουφαντουργείο τώρα, όπου χιλιάδες ανέμες χορεύουν γύρω από τον εαυτό τους και όπου το ποτάμι τρέχει, γκρεμίζεται πάνω από το φράγμα και γίνεται αφρός. Προσφέρει την βουβή αγάπη του στη φύση και εκείνη την δέχεται σιωπηλά.

Η γυναίκα στο κλωστοϋφαντουργείο νιώθει: «Τι όμορφα που τραγουδούν οι ανέμες σήμερα...!».

Άνα Ζουμάνη
Ana Zumani Elden