
- Ω, Σούλα, ακριβό μου θηλυκό, έχω μια μεγάλη παράκληση… μια παρακλησούλα.
- Δεν το ξέχασα, αγάπη μου. Σήμερα είναι πάλι η επέτειος θανάτου της λατρεμένης σου Πόπης. Το έχω σημειώσει στο ημερολόγιό μου, στα σημαντικά γεγονότα. Ήδη αγόρασα κι ένα μεγάλο μπουκέτο στεφανωτές, τα αγαπημένα της λουλούδια. Σαράντα πέντε ευρώ.
- Σούλα μου, τι θα ’κανα χωρίς εσένα!
- Πόση ώρα σκοπεύεις να μείνεις στον τάφο της; Το αμάξι είναι για επισκευή και ο ταξιτζής χρεώνει την αναμονή, το ξέρεις.
-Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω εκ των προτέρων.
- Ναι, Αλέξη μου, φυσικά… αλλά περίπου;
- Ίσως μία ώρα. Ίσως μισή. Όμως αν σου είναι πολύς ο χρόνος, δεν χρειάζεται να με συνοδεύσεις.
- Όχι, Αλέξη μου, προς Θεού! Δεν θα σ’ αφήσω μόνο σε μια τόσο δύσκολη στιγμή. Τι θα μπορούσα να εκτιμήσω περισσότερο από την πίστη και τη λατρεία σου για τη μοναδική Πόπη; (ματς–μουτς) Πάρε τον χρόνο σου. Με την ησυχία σου.
- Σούλα μου, χρυσή μου, ανεπανάληπτη, με συγκινείς.
(Ο Αλέξης στέκεται σιωπηλά στον τάφο της αγαπημένης. Ύστερα αρχίζει να κόβει βόλτες - αργά, πάνω κάτω, πέρα δώθε.)
Εκείνη, επιτέλους:
- Αλέξη… allons!
Ο Αλέξης παραμένει αμίλητος. Η Σούλα τον παρηγορεί:
- Τα λουλούδια θα της δώσουν χαρά…
Αργότερα στο σπίτι.
- Σούλα, πώς να σε ευχαριστήσω που υπάρχεις;
Της φιλάει το χέρι.
Της φιλάει το στόμα.
Της πιάνει το στήθος.
Κι έτσι τελείωσε η μέρα - και η επέτειος της… Σούλας.
- Σούλα, πώς να σε ευχαριστήσω που υπάρχεις;
Της φιλάει το χέρι.
Της φιλάει το στόμα.
Της πιάνει το στήθος.
Κι έτσι τελείωσε η μέρα - και η επέτειος της… Σούλας.
Άνα Ζουμάνη-Ελλεβόρα








0 Σχόλια