
Η Μαράιλε, η προγιαγιά μου, στεκόταν ψηλότερα απ’ όλες τις άλλες γυναίκες που τρεκλίζουν μέσα στην ομίχλη, μεθυσμένες από τη μοίρα και χαμένες στις ψευδαισθήσεις τους.
Εκείνη, μόλις είκοσι τριών χρονών, είχε ήδη ταξιδέψει «εκεί» - - στο φως των αληθειών - - και είχε καταλάβει πως μαθαίνει περισσότερα από τα πικρά της δάκρυα, παρά από τις ρηχές απολαύσεις της ζωής.
Ήταν σχεδόν απελευθερωμένη από τη ματαιοδοξία - - τον «καρκίνο της ψυχής της γυναίκας», που τρώει τα πάντα, ξεκινώντας απ’ τα καλύτερα κομμάτια της.Αν υπήρχε διαγωνισμός πιστών κουταβιών σε κάποιο αγγλικό σόου, θα έπαιρνε σίγουρα το πρώτο βραβείο για τη νίκη της επί της ματαιοδοξίας.
Η ευφυΐα της ήταν ανάλαφρη, βαθιά, απλή. Δεν ήταν ούτε άσχημη ούτε όμορφη, αλλά κάποιες φορές μεταμορφωνόταν. Συνεπαρμένη, φωτισμένη από μια εσωτερική λάμψη - - τέτοιες στιγμές, ένας ποιητής θα έβλεπε φωτοστέφανο πάνω απ’ τα μαλλιά της. Ή σχεδόν...
Αλλά οι κυρίες της «υψηλής κοινωνίας», που τα ήξεραν όλα, έλεγαν: «Αχ, νέο πλάσμα, ταλαντούχο, αλλά χρειάζεται ένα σταθερό χέρι να την οδηγήσει. Στη γη ζούμε, κορίτσι μου, όχι στα σύννεφα.»
Πάνω απ’ το κρεβάτι της, σε ένα υπέροχο γιαπωνέζικο χαλάκι, κρέμονταν αφίσες του Σοπέν, του Γκαίτε, της Έμιλυ, και του Μέτερλινκ - - του μεγάλου ιδεαλιστή.
Πριν αποκοιμηθεί, τούς ευχαριστούσε σιωπηλά για όσα της χάρισαν στις δύσκολες στιγμές της ζωής.
«Αυτοί είναι οι θεοί σου;» τη ρώτησε κάποτε μια κυρία.
«Είναι οι δάσκαλοί μου», απάντησε. «Είμαι σε καλά και σταθερά χέρια εδώ. Δεν θα επιτρέψουν να μου συμβεί τίποτα.»
Η κυρία έφυγε σκεπτική, μονολογώντας:
«Κρίμα, τόσο νέο πλάσμα... Σκόπευα να ζητήσω το χέρι της για τον αγαπημένο μου γιο. Μα κάτω από τέτοιες συνθήκες, μόνο δυστυχία θα ακολουθούσε...»
Η Μαράιλε, ωστόσο, παντρεύτηκε τελικά ένα «σταθερό χέρι» και έμεινε μαζί του πέντε ολόκληρα χρόνια. Κι ύστερα έμεινε πάλι μόνη.
Μόνη;
Έζησε με όλους τους πιστούς, τους στοχαστές και τους ιδεαλιστές της, και ποτέ — μα ποτέ — σε όλη της τη ζωή, δεν ζήλεψε εκείνους που ένιωθαν «ευτυχισμένοι και ικανοποιημένοι» σε σταθερά χέρια.
0 Σχόλια