Αταράγκι: Κρανία, μπούκλες και μαχαίρια


Η μικρή βασίλισσα των Μαορί, η Αταράγκι*, είπε στον ζωγράφο που τη θαύμαζε:
«Ο αδερφός μου, ο Ταγκαρόα*, κι εγώ κοιμόμαστε με μαχαίρι κάτω από το μαξιλάρι. Οι ληστές δεν τολμούν να έρθουν. Γιατί θα τους σφάξουμε. Δειλοί!»
Κι ο ζωγραφος πήρε στην αγκαλιά του τη μικρή βασίλισσα, μαγεμένος.
Οι κυρίες της αναμονής όρμησαν πάνω του:
«Τι βρίσκεις σ’ αυτήν την Αταράγκι και τη ζωγραφίζεις ξανά και ξανά -και μάλιστα μόνο για 400 πισλότια; Δεν είναι ούτε γλυκιά, ούτε υπάκουη, ούτε χαριτωμένη, σαν τα άλλα παιδάκια.»
Και ο ζωγράφος είπε:
«Α, εφόσον είναι έτσι, από σήμερα θα τη ζωγραφίζω χωρίς να παίρνω ούτε μία. Καταλάβατε; Ούτε μία! Και θα τη ζωγραφίζω για μένα και για τον κόσμο. Θα τη δείξω όπως την βλέπω εγώ: πάνω σε έναν χαμηλό, σιδερένιο θρόνο. Με πόδια γαζέλας, μαύρες μπούκλες, και γύρω της κρανία. Ναι, κρανία! Ένα κρανίο θα κρέμεται από χρυσή αλυσίδα στον λαιμό της, κι ένας νέος, στη γωνιά, θα πίνει δηλητήριο για χάρη της από ένα πράσινο κύπελλο. Ο πίνακας θα φέρει τον τίτλο: "Μικρή, μικροσκοπική βασίλισσα των Μαορί. Αγριόγατα. Νικήτρια.". Σαν να ’ρχεται από καιρούς χαμένους, γεμάτους δύναμη, πείσμα, ομορφιά και μεγαλείο. Και παρ’ όλα αυτά, γεμάτη χάρη. Να θες να κλαις μέρες και νύχτες μόνο για μια της κίνηση.»
Έτσι μίλησε ο ζωγράφος, κι οι μάνες των καλοαναθρεμμένων παιδιών χλώμιασαν. Έφυγαν σχεδόν άρρωστες. Σχεδόν στα τέσσερα από το εργαστήρι του.
Την επόμενη μέρα τον ρώτησαν:
«Θα ζωγραφίσεις τα παιδιά μας για 3.000 πισλότια;»
Κι εκείνος απάντησε: «Όχι.»
Και την επόμενη μέρα τις έδιωξε.
Την τρίτη μέρα όμως είπε: «Ναι.», αφού έπρεπε να φάει
Και τα ζωγράφισε. Και τότε, όλες οι μάνες, οι θείες, οι ξαδέρφες και οι γιαγιάδες ξετρελάθηκαν.
«Αχ, πόσο όμορφο, πόσο υπάκουο είναι το αγαπημένο μας το πλασματάκι; Πόση τρυφερότητά χύνεται απ’ τα μάτια του...»

Ναι, πράγματι. Ήταν τρυφερά... τα χαζά μοσχάρια των ηλίθιων αγελάδων -σωστά απεικονισμένα, και  διαιωνισμένα. Και κάθε μοσχάρι κόστιζε τρεις χιλιάδες.
Αλλά την Αταράγκι, τη βασίλισσα των Μαορί, πάνω στον σφυρήλατο χαμηλό θρόνο της, με τις νεκροκεφαλές, ο ζωγράφος την είχε φτιάξει για το τίποτα. Τζάμπα.
Αλλά όχι τζάμπα και βερεσέ.
Και οι αγελάδες στράφηκαν προς στη γιαγιά της Αταράγκι και είπαν: «Πολύ σας μοιάζει, κυρία Χόνγκι*!»
Μα εκείνη δεν απάντησε. Στεκόταν ώρα μπροστά στον πίνακα και τον κοιτούσε. Τον κοιτούσε και τον ξανακοιτούσε.
Και μια μέρα παρακάλεσε τον ζωγράφο: «Δώσε μου την εικόνα. Για σένα δεν είναι τίποτα, είναι παλιά. Εσύ νομίζεις ότι είναι καινούρια, αλλά είναι πολύ παλιά και θέλω να θυμάμαι.»
֍

_Άνα Ζουμάνη

֍
Αταράγκι (πρωϊνός ουρανός)
Ταγκαρόα (θεός της θάλασσας, των ποταμών και των λιμνών)
Χόνγκι (χαιρετισμός: πατάς την μύτη σου στην μύτη του άλλου για να νιώσεις την ανάσα της ζωής)

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια