Η γυναίκα ξάπλωνε στο πάτωμα, γυμνή όπως την έφτιαξε η φύση.  Ο άντρας καθόταν στο γραφείο του και την παρατηρούσε. Τον είχε καταλάβει μια θεϊκή χαρά, η αγαλλίαση του ορειβάτη στην ηλιόλουστη κορυφή του βουνού. Εκεί που πιο ψηλά δεν πάει. Εκεί που εκπληρώθηκαν όλες οι επιθυμίες.
Και άρχισε να γράφει:
«Τι είναι η ντροπή; Ίσως η αίσθηση του χάσματος μεταξύ αυτού που θα μπορούσα να είμαι και αυτού που δεν είμαι. Πενθώ το είδωλό μου που ακρωτηριάζεται και μαραζώνει μέσα στην ανελέητη καθημερινότητα, τον βίαιο χρόνο. Η ντροπή είναι πένθος. Μη με βλέπεις άνθρωπε! Μη βλέπεις πως είμαι! Ντρέπομαι που δεν είμαι αυτό που θα μπορούσα να είμαι, για το όποιο εμπόδιο βάζω στην εξέλιξή μου. Τι θα είχα να κρύψω αν γινόμουν το ιδανικό μου, όταν πλέον είμαι μια μεγάλη ιδέα που εκπληρώθηκε; Τίποτα. Κάθομαι στον παράδεισο και είμαι γυμνός. Η ομορφιά σκοτώνει τη ντροπή. Όταν πλέον γίνεις αυτό που θες να είσαι, αφήνεις τα ιμάτια να πέσουν. Νικητή!»
Άνα Ζουμάνη
Ελλεβόρα - Άνα Ζουμάνη