
Η αδερφή τού Πέτερ ήταν άρρωστη και ξάπλωνε στο κρεβάτι με πυρετό.
«Φοβάσαι να με φιλήσεις επειδή πονάει ο λαιμός μου;» του είπε χαμογελώντας.
Εκείνος την φίλησε και κάθισε δίπλα της.
Στο κομοδίνο ήταν ένα ποτήρι με ένα μεγάλο, χλωμό τριαντάφυλλο.
Δίπλα του, ένα ανοιχτό βιβλίο του Τουργκένιεφ: «Ανοιξιάτικοι χείμαρροι».
Πίσω από το εξώφυλλο, κάποιος είχε γράψει:
«Ανοιξιάτικο θρόισμα, χρυσός... θες να αλλάξεις;»
«Ο Λέο ήρθε χθες το απόγευμα...», είπε η Νανίτα, «...αλλά έφυγε αμέσως. Έφερε μόνο το βιβλίο και το τριαντάφυλλο».
Για τους στίχους στο εξώφυλλο δεν του είπε τίποτα. Τι να του έλεγε; Θροΐζει η άνοιξη;
Αλλά ο Λέο δεν κοιμόταν τις νύχτες. Τη σκεφτόταν συνεχώς.
Γι' αυτόν, η άνοιξη θρόιζε… και μαζί της θα μπορούσε να λιμοκτονεί και να πεθαίνει.
Ο Πέτερ την αγκάλιασε, τη φίλησε και, μετά από μια μικρή παύση, εκείνη ρώτησε:
«Σε αγαπάει η Λάρα;»
«Είμαι το όνειρό της που ζωντάνεψε...», απάντησε ο Πέτερ, «...αλλά το όνειρο από κάτι που δεν ήρθε και ίσως δεν θα έρθει ποτέ…γι’ αυτό μερικές φορές μου λέει "έλα", και μερικές φορές μου λέει "φύγε"...»
Και έτσι έμειναν τα αδέρφια για ώρα πολλή.
Εκείνος κρατούσε το καυτό της χέρι μέσα στο δικό του…
Και το χλωμό τριαντάφυλλο μοσχομύριζε.
Ήταν μία από εκείνες τις σπάνιες και ανεκτίμητες στιγμές που δύο άνθρωποι είναι πολύ κοντά ο ένας στον άλλο.
Τουργκένιεφ, «Ανοιξιάτικοι χείμαρροι»: Η ιστορία ενός νεαρού που ερωτεύεται παράφορα και πουλάει ότι έχει και δεν έχει προκειμένου να μείνει με την ερωμένη του, μακρυά απο την πατρίδα του και αγνοώντας ότι το ευάλωτο της νεαρής του ηλικίας τον καθιστά λεία ενός σκοτεινού και καταστροφικού πάθους. Ο Τουρκέγιεφ πραγματεύεται ένα από τα αγαπημένα θέματά του: Την αδυναμία του ανθρώπου να γνωρίσει τον έρωτα χωρίς να χάσει την αγνότητά του.
0 Σχόλια