Όταν ο γιατρός της είπε ότι στέκεται μπροστά στις σκοτεινές πύλες της φυματίωσης, εκείνη απάντησε, «μη μου το κάνεις αυτό, είμαι μόλις 19...»
Η Χίλντα, λοιπόν,  έτρεξε αμέσως στην Ελλάδα και ξάπλωσε με τις προμήθειές της στο Μαθράκι, ολομόναχη και ολόγυμνη, προστατευμένη από τη βλάστηση.  Από τις οκτώ το πρωί έως τις οκτώ το βράδυ ξάπλωνε, με τα χέρια ανοιχτά και απλωμένα, έτοιμη να λάβει τη θεραπευτική δύναμη της φύσης.
Δυο φορές την ημέρα έτριβε το υπέροχο σώμα της με μενθόλη και έπινε μισό λίτρο κακάο. Επίσης ρουφούσε δυναμωτικούς ζωμούς με ωμούς κρόκους αυγών και έτρωγε θαλασσινά ψάρια σε μεγάλες ποσότητες.
Όταν έγινε καλά, την κυρίευσε η φιλοδοξία και βρήκε δουλειά σε ένα μικρό θέατρο. Ο πρώτος της ρόλος ήταν η  κόμισσα Laborde-Wallis. Κι εκεί που δεν ήξερε τι να κάνει με τη ζωή της, ένας νεαρός αριστοκράτης τής έστειλε την κάρτα του στο βεστιάριο — — —
Είχε αντιμετωπίσει με θάρρος τον θάνατο, αλλά σύντομα συνειδητοποίησε ότι η ζωή δεν άξιζε τον κόπο. Είχε γλιτώσει από τον κίνδυνο του θανάτου - και έπεσε με τα μούτρα στον ακόμη πιο μεγάλο κίνδυνο της ζωής. Και από αυτόν δεν μπορείς να γλιτώσεις με ηλιοθεραπεία, μενθόλη και αυγά. 
Μια μέρα γνώρισε τον ποιητή Μισογύνη, τυχαία. Δεν καταλάβαινε τι σήμαινε να είσαι ποιητής. Γράφεις βιβλία και είσαι ποιητής, ε και; Σε τι με ωφελεί εμένα αυτό; 
Αλλά εκείνος είπε: «Θυμάσαι το Μαθράκι; Που ξάπλωνες ολόγυμνη, προστατευμένη από τα μάτια των επαγγελματιών μνηστήρων και κατά φαντασίαν εραστών; Τελείως αφοσιωμένη στον Θεό; Τότε που περίμενες την υγεία να έρθει πέρα από τα λιβάδια, τα δάση και τη θάλασσα;»
Και μόλις εκείνη άρχισε να αναπολεί τις ώρες και τις μέρες που είχε μια σημαντική αποστολή, κάποιος πετάχτηκε και είπε: «Σταμάτα πια με τα βαρετά νησιά και τις αρρώστιες, δόξα τω Θεώ τώρα είμαστε καλά και είμαστε εδώ!»

Η Χίλντα έριξε μια παρακλητική ματιά στον ποιητή Μισογύνη και αντίκρισε την δική του ματιά, γεμάτη κατανόηση.
Και τότε ήξερε τι είναι ο ποιητής και γιατί υπάρχει — — —
Άνα Ζουμάνη Έλντεν- Ελλεβόρα