Το μικρό δωμάτιο μυρίζει σαν λιβάδι στο βουνό. 
Εκείνη γδύνεται και πέφτει στο κρεβάτι.

‒ Δεν θα έρχεστε πια; Είναι αλήθεια; 
‒ Όχι, (λέει εκείνος)  η κρίση, δεν έχουμε χρήματα κι ο κόσμος άρχισε να μιλάει. 

Σιωπή...

‒ Κρίμα (λέει εκείνη απαλά)

Εκείνος ρουφάει τη μυρωδιά αγνής γυναικείας αναπνοής και βουνού. 
Εκείνη ξαπλώνει ακίνητη.

‒ Ήμουν πολύ περήφανη για σας και πάντα έλεγα «οι φίλοι μου» μάλλον έκανα λάθη, ήμουν αδέξια, καλύτερα να έπαιζα θέατρο, μια κωμωδία‒ ‒ ‒»

‒Κουκλί ‒ ‒ ‒  λέει εκείνος και τη φιλάει στο μάγουλο.

‒ Είστε ευγενείς άντρες‒ ‒ ‒ σαν μετάξι‒ ‒ ‒ κρίμα που θα χαθείτε ‒ ‒ ‒ δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα ‒ ‒ ‒ αυτό σκέφτομαι ‒ ‒ ‒ βλέπεις, κι εγώ μπορώ να σκέφτομαι.‒ ‒ ‒ πρέπει να σου πω μια ιστορία, αλλά να μην την πεις πουθενά. Μια φορά ο Μπω μου είπε «νυστάζεις, Καρολίν κοιμήσου»  ‒ ‒ ‒ δεν είναι τρυφερό αυτό; Και μετά κοιμήθηκα στ΄ αλήθεια ‒ ‒ ‒ δεν το ήθελα, αλλά κοιμήθηκα αφού μου το επέτρεψε‒ ‒ ‒»

Αναστενάζει

‒ Είστε ευγενείς άνθρωποι ‒ ‒ ‒ Σαν μετάξι ‒ ‒ ‒Λυπάμαι πολύ ‒ ‒ ‒ πες του Μπω‒ ‒ ‒

‒ Τι να του πω

‒ Τίποτα ‒ ‒ ‒ νομίζω πως θα στεγνώσω‒ ‒ ‒

Το δωμάτιο μυρίζει Daphne Cneorum. Εκείνη σηκώνεται από το κρεβάτι και κάθεται στην πολυθρόνα.
Μετά ανοίγει τις περσίδες και το πρωινό χύνεται στο δωμάτιο, σαν καταρράκτης

‒  Κάνε σκοτάδι (λέει εκείνος)

Εκείνη κατεβάζει τις περσίδες, ξαπλώνει στο κρεβάτι και συνεχίζει
‒ Είχα τρεις φίλους ‒ ‒ ‒τρείς φίλους ‒ ‒ ‒ η καρδιά μου πονάει τόσο
Και αποκοιμιέται.

Εκείνος ψιθυρίζει «Κοιμήσου Κυματοθραύστη. Σαν την ανόητη μοίρα είμαστε,  ανοίγουμε τις άσπρες πύλες της φιλίας και φως χύνεται μέσα στην καρδιά σας σαν  καταρράκτης. Μετά φεύγουμε και λέμε, έτσι είναι η ζωή. Αυτά τα γαμημένα άλλοθι».

Το δωμάτιο μυρίζει Daphne Cneorum κα η φτωχή ψυχή κοιμάται.

Κοιμήσου‒ ‒ ‒Κυματοθραύστη‒ ‒ ‒ κοιμήσου‒ ‒ ‒