Εκείνος ούρλιαζε ώρες ολόκληρες για το ιερό δικαίωμα του, ως άντρας και εκτός αυτού καλλιτέχνης, στην απεριόριστη και άνευ όρων ελεύθερη ζωή. Στο τέλος την έδειρε λιγάκι, δηλαδή σημάδεψε το βασίλειό του λιγάκι, που σημαίνει ότι έδειξε ποιος είναι ο αφέντης στο σπίτι. Εκείνη πόνεσε λιγάκι, όμως αυτήν τη φορά αναγνώρισε επιτέλους τον αφέντη της. Και έκλαψε. Αλλά μόνο όσο ήταν απαραίτητο για να συντομεύσει τη διαδικασία.
Μία ώρα αργότερα την επισκέφτηκε μια φίλη της, τα είπανε λιγάκι και έδωσαν ραντεβού για την επόμενη ημέρα, να πάνε για φαγητό σε ένα οικογενειακό ρεστοράν. Εκείνος που τ' άκουσε, ήξερε πως οι άντρες, εκείνα τα λυσσασμένα σκυλιά, θα θαυμάσουν τα υπέροχα πόδια της, τις μοναδικές πατούσες της, το κοίταζαν καθηλωτικό ντεκολτέ της, το αισθησιακό της πρόσωπο, και όλους τους χυμούς της. Και μόλις έφυγε η σατανική φίλη, σημάδεψε πάλι το βασίλειό του, μετά μουσικής αυτήν την φορά, για την ακρίβεια Καρούζο.
Τότε εκείνη είπε τρυφερά: «Το βλέπω, το νιώθω, πως απαιτείς απόλυτη ελευθερία για σένα και απόλυτη υποταγή από μένα». «Ακριβώς!», δήλωσε εκείνος, και υπέγραψε την δήλωσή του με ένα χαστούκι. Σχεδόν χάδι αυτή την φορά.
«Χτύπα με, δεν πειράζει, είμαι δυνατή», είπε εκείνη, «ό,τι κι αν κάνεις δεν θα σε εγκαταλείψω σαν τις άλλες τις αδύναμες. Αναγνωρίζω τις ανάγκες σου και πάω να ετοιμάσω κρύες κομπρέσες».