Είναι τέσσερις και μισή το πρωί και τα πουλιά αρχίζουν να κελαηδούν σιγανά... υπαινικτικά.
Ο ποιητής πηγαινοέρχεται στο μικρό του δωμάτιο.
Η δυσφορία του μεγαλώνει. Ξεκίνησε στον εγκέφαλό του σαν μια χούφτα χιόνι, παρέσυρε μαζί της όλες τις ελπίδες του, όλες τις ελαφρότητές του και σιγά σιγά έγινε μια επικίνδυνη χιονοστιβάδα που έθαψε όλη του την δύναμή κάτω από το βάρος της, την ικανότητα να υποδεχτεί την ημέρα, την αδυσώπητη ώρα, τις συμπτώσεις.
Μπροστά στο παράθυρό του μαίνεται μια καταιγίδα.
Πάλι, χωρίς αποτέλεσμα, ενόχλησε την κυρία Βόδη και έναν φιλότεχνο χορηγό για το νοίκι του επόμενου μήνα, ο οποίος κάτι είχε ακούσει για εκείνον και τις απόψεις του. «Είναι ακραία ριζοσπαστικές, μάλλον αντιπαθητικές...» έτσι λένε
Το αισθητικό ιδανικό του, η Μαργκώ, ανήκει πλέον στους άλλους. Σ' αυτούς που πληρώνουν. Εκείνος που την λατρεύει και την προσκυνά, είναι πλέον «άκομψα ντυμένος», «ακατανόητος»... «γενικά τρελός». Όταν γονατίζει μπροστά της, εκείνη ζητά να μην την φέρνει σε δύσκολη θέση, «παρακαλώ».
Κι εκτός αυτού, γέρασε.
Το δωμάτιο του φωτίζεται, η ψυχή του σκοτεινιάζει. Ξημερώνει.
Το τραγούδι των πουλιών γίνεται πιο καθαρό, ακούγονται προσεγγίσεις μελωδίας και οι άνεμοι φέρνουν μυρωδιά λιβαδιού και βουνού στο τσαλακωμένο κρεβάτι του.
Είναι η κατάλληλη ώρα να κρεμαστεί.
0 Σχόλια