Μια υπέροχη στραβωμάρα



Ήμουν πέντε χρονών όταν φόρεσα γυαλιά.
Επιτέλους έβλεπα. Και ήθελα να τα βλέπω όλα.

Στα δεκαεπτά μου φορούσα ακόμη γυαλιά, αλλά πια έβλεπα και πράγματα που δεν ήθελα να βλέπω.
Η όραση είχε γίνει ευλογία και κατάρα... δώρο και βάρος, ταυτόχρονα.
Κι όμως, τα γυαλιά ήταν το μαγικό ραβδί μου.
Όταν ήθελα, τα φορούσα και έβλεπα καθαρά.
Όταν δεν ήθελα, τα έβγαζα και βυθιζόμουν σε γλυκιά θολούρα.
Και αναρωτιόμουν πώς αντέχουν οι άνθρωποι να τα βλέπουν όλα τόσο καθαρά, ανά πάσα ώρα και στιγμή; Και μήπως η αιώνια καθαρή ματιά στη λεγόμενη «πραγματικότητα» τυφλώνει το εσωτερικό, υπερβατικό μας μάτι;

Τώρα, που βγάζω τα δικά μου χρήματα, αγόρασα γυαλιά με σκελετό χελώνας και με μεγάλους, ποιοτικούς φακούς, επιδεικτικούς.
Τώρα, όταν θέλω, βλέπω ακόμη πιο καθαρά.
Κι όταν δεν θέλω, επιστρέφω στην υπέροχη λυτρωτική στραβωμάρα μου.
Και σκάζουν όλοι οι αετομάτηδες από τη ζήλια, όταν βλέπουν τα μαγικά μου γυαλιά με τον σκελετό χελώνας.
Αλλά εγώ τα βγάζω εγκαίρως... και δεν βλέπω ούτε εκείνους, ούτε την ανυπόφορη ζήλια τους.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια