
— «Νανίτα, σταμάτα να κουνιέσαι πέρα δώθε, παιδί μου — μου σπάς τα νεύρα!»
Η φωνή της μαμάς ήταν κοφτή σαν μαχαίρι.
— «Νανίτα… στους δικούς μου καιρούς δεν επιτρεπόταν ούτε ανάσα», είπε η γιαγιά με νόημα.
Και η Νανίτα σώπασε. Κάθισε ακίνητη, σαν τη Σφίγγα. Όχι εκείνη τη μυθική. Την άλλη... τη
Η φωνή της μαμάς ήταν κοφτή σαν μαχαίρι.
— «Νανίτα… στους δικούς μου καιρούς δεν επιτρεπόταν ούτε ανάσα», είπε η γιαγιά με νόημα.
Και η Νανίτα σώπασε. Κάθισε ακίνητη, σαν τη Σφίγγα. Όχι εκείνη τη μυθική. Την άλλη... τη
μισοθαμμένη στην άμμο, με βλέμμα χαμένο στο τίποτα.
Αργότερα, με μάτια που ήθελαν να πουν κάτι και σώμα που ήθελε να πει περισσότερα, πλησίασε τη θεία της.
— «Θεία, σήμερα ήμουν κακιά. Η μαμά με μάλωσε.»
— «Τι έκανες, παιδί μου;»
— «Έτρεχα. Και κουνιόμουν πέρα δώθε...»
Η θεία χαμογέλασε σαν κάποια που θυμήθηκε κάτι απαγορευμένο.
— «Μα αυτό είναι θαύμα, Νανίτα. Το σώμα πρέπει να κινείται σαν να το φυσάει μια θεϊκή πνοή από
Αργότερα, με μάτια που ήθελαν να πουν κάτι και σώμα που ήθελε να πει περισσότερα, πλησίασε τη θεία της.
— «Θεία, σήμερα ήμουν κακιά. Η μαμά με μάλωσε.»
— «Τι έκανες, παιδί μου;»
— «Έτρεχα. Και κουνιόμουν πέρα δώθε...»
Η θεία χαμογέλασε σαν κάποια που θυμήθηκε κάτι απαγορευμένο.
— «Μα αυτό είναι θαύμα, Νανίτα. Το σώμα πρέπει να κινείται σαν να το φυσάει μια θεϊκή πνοή από
μέσα. Αν δε σε φυσήξει ποτέ, είναι σαν να μην έζησες.»
Και τότε, σαν κάποιος να έκλεισε το φως, η Νανίτα σταμάτησε.
Χαμήλωσε το βλέμμα της.
Και κάθισε πάλι.
Ακίνητη.
Σαν τη Σφίγγα στην έρημο.
Και τότε, σαν κάποιος να έκλεισε το φως, η Νανίτα σταμάτησε.
Χαμήλωσε το βλέμμα της.
Και κάθισε πάλι.
Ακίνητη.
Σαν τη Σφίγγα στην έρημο.
0 Σχόλια