Το βράδυ, όταν εκείνη έφευγε από το σπίτι του, εκείνος παρατήρησε ότι φορούσε ένα μεγάλο πλεχτό καπέλο από μαύρα καλάμια Φλωρεντίας, δεμένο με μια κόκκινη βελούδινη κορδέλα κάτω από το πηγούνι της, που την έντυνε κάπως παράξενα -και της είπε

– Για να τραβήξεις την προσοχή των αντρών στο δρόμο, φόρεσες αυτό το καπέλο σήμερα!».

– Ήλπιζα ότι θα βγαίναμε

– Δηλαδή ήλπιζες ότι θα μείνω σπίτι. Αλλά θα έρθω μαζί σου!

– Χαίρομαι γι' αυτό

– Όχι δεν θα έρθω, δεν θα σου κάνω την χάρη να έχεις μάρτυρες του θριάμβου σου!

– Adieu

– Σου απαγορεύω να ξαναφορέσεις αυτό το καπέλο!

– Δεν θα το ξεναφορέσω

– Σήμερα το φόρεσες όμως, γιατί το φόρεσες;

– Επειδή μου πάει και ήλπιζα ότι θα βγούμε μαζί

– Αλλά από μέσα σου ήλπιζες ότι θα μείνω σπίτι....

(συνεχίζεται...)
Ελλεβόρα - Άνα Ζουμάνη 'Ελντεν