Το κορίτσι με τις ατίθασες μπούκλες


Ανοιξιάτικο πρωινό στο δημόσιο, ικανοποιητικά αερισμένο πάρκο. 
Ο αέρας είναι κάπως καλύτερος απ’ ό,τι στο κέντρο της πόλης και οι παιδικές χαρές γεμάτες.
Παιδιά παίζουν μόνα ή σε ομάδες, κάθονται κουρασμένα ή περπατούν φρόνιμα, χέρι-χέρι.
Πίσω από τις μάσκες τους είναι άσχημα και όμορφα, χλωμά και ροδοκόκκινα, χαριτωμένα και αδέξια... 
Μα όλα... όλα, είναι εγκλωβισμένα μέσα στην παιδική τους ζωή, εκεί στο πάρκο.

Το κορίτσι με τη βελούδινη ζακέτα και τις ατίθασες μπούκλες στέκεται ακίνητο μπροστά στις υπέροχες άσπρες και μωβ τουλίπες ενός παρτεριού.
Ταξιδεύει πέρα από την παιδικότητα, τον χρόνο, τις επιθυμίες της στιγμής, έχει ξεχάσει τις κούκλες, τα σχοινάκια, τα μπαλόνια και τα «μπαμπά, δώσε μου το ψαλιδάκι» από λουλούδι σε λουλούδι.
Σ’ εκείνη τη στιγμή της λήθης το κορίτσι γίνεται δημιουργός... από τις καλύτερες, από τις πιο βαθιές. Γιατί ταξιδεύει ελεύθερο, πολύ πιο πέρα από τις μάσκες, πολύ πιο πέρα από το πάρκο.

«Η μικρή σας γιατί στέκεται τόση ώρα μόνη της και κοιτάζει τα λουλούδια; Είναι ακατάδεκτη ή μήπως έχει κάποιο πρόβλημα; Γιατί δεν την παροτρύνετε να παίξει με τα άλλα παιδάκια; Θα της κάνει καλό», λέει κάποιος στη συνοδό της.
Κι εκείνη αμέσως φωνάζει:
«Νανίτα! Γιατί στέκεσαι τόση ώρα μόνη σου; Πήγαινε αμέσως να παίξεις με τα άλλα παιδιά!»

Και το κορίτσι με τις ατίθασες μπούκλες παίζει πια με τα άλλα παιδιά... στο δημόσιο, ικανοποιητικά αερισμένο πάρκο.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια