
Ο νεαρός άντρας καθόταν, όπως κάθε μέρα, στο καφέ και διάβαζε το πρωτοσέλιδο της τοπικής εφημερίδας. Ήταν 27 Νοεμβρίου 1904.
Ένα πανέμορφο κορίτσι είχε εξαφανιστεί.
Η φωτογραφία έδειχνε τη δεκαεξάχρονη κόρη ενός δημόσιου υπαλλήλου. Το όνομά της ήταν, Μαργκώ.
Ξεκίνησε για το μάθημα βιολιού, όμως δεν έφτασε ποτέ εκεί. Η Μαργκώ χάθηκε. Ήταν ένα λεπτοκαμωμένο κορίτσι, με ξανθοκόκκινα μαλλιά και καστανοπράσινα μάτια. Οι γονείς, απελπισμένοι, και τα λοιπά...
Και καθώς διάβαζε, άρχισε να την αγαπά. Με όλη του την ψυχή.
Στα μάτια του είχε μεταμορφωθεί σε ένα κυνηγημένο ζαρκάδι, με μεγάλα τρομαγμένα μάτια και εκπροσωπούσε όλα του τα ιδανικά. Γιατί πρώτον, είχε χρυσοκόκκινα μαλλιά. Και δεύτερον, δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτήν, μόνο τα μαλλιά της, τα μάτια της και ότι είχε χαθεί.
Πάει. Χάθηκε.
Ήταν τόσο νέα, τόσο όμορφη και τόσο χαμένη. Κι έτσι άρχισε να την αγαπά ακόμη πιο πολύ.
Φανταζόταν τον εαυτό του να πέφτει στα πόδια της, να της βγάζει τα υγρά παπούτσια και τις κάλτσες, να την παίρνει αγκαλιά, να τη ξαπλώνει στο κρεβάτι, να τη σκεπάζει μέχρι το λαιμό με μια χοντρή, απαλή κουβέρτα. Να ανάβει φωτιά. Να βράζει τσάι. Και να... όχι. Αυτό όχι. Δεν θα το έκανε.
«Κάποια αλήτισσα θα είναι, voilà tout», πέταξε κάποιος.
Η λέξη τού χτύπησε άσχημα, αλλά θα ένιωθε γελοίος αν την υπερασπιζόταν. Ήθελε να πει, «μα έχει χρυσοκόκκινα μαλλιά! Πώς μπορεί ένα κορίτσι με τέτοια μαλλιά να είναι αλήτισσα;»
«Mademoiselle». Έτσι θα την αποκάλεσε εκείνος που την άρπαξε.
«Mademoiselle»... και μια ολόκληρη ζωή συνέθλιψε, όπως συνθλίβεται η μύγα κάτω από τη μυγοσκοτώστρα.
Η Μαργκώ περπατά αργά, με τα μακριά, λεπτά της πόδια, ο χρυσός καταρράκτης των μαλλιών της πλεγμένος σε πλεξίδα.
Ο «μηχανισμός της ζωής» δουλεύει φουλ στην παιδική της ψυχή. Στις δώδεκα βιολί, στις δύο κάτι άλλο, στις τρεις, στις πέντε, στις οκτώ...
Και ξαφνικά, κάποιος λέει «Mademoiselle»... και όλα αναποδογυρίζουν.
Έγινε ένα βραχυκύκλωμα. Κι ένας οργανισμός άρχισε να αναπνέει. Σαν να τον άγγιξε ένας μάγος με το ραβδί του.
«Έλα στις δώδεκα», είπε ο μάγος.
«Δεν μπορώ, στις δώδεκα έχω βιολί».
«Τότε στις δύο... έλα οπωσδήποτε», της είπε.
Στις δέκα ξαπλώνει στο κρεβάτι της και ονειρεύεται.
«Κάποιος την είπε Mademoiselle... και άλλα πράγματα...»
Κάποιος;
Ο άντρας. Το αντρικό φύλο. Ολόκληρος ο ανδρικός πληθυσμός του κόσμου.
Ο κόσμος-Άντρας έβγαλε το καπέλο του και γονάτισε μπροστά στον κόσμο-Γυναίκα.
Ο Μινώταυρος είναι έτοιμος να καταπιεί την παρθένα.
Κι εκείνη ονειρεύεται, «στις δύο ακριβώς...»
Ο νεαρός άντρας στο καφενείο την αγαπούσε όλο και περισσότερο. Και θυμήθηκε πως όταν ήταν παιδί, αγαπούσε την Καμίλ από το μυθιστόρημα. Έτσι αγαπούσε τώρα και την κοπέλα της εφημερίδας.
«Δεκαέξι», έλεγε μέσα του... «και τα χρώματά της, χρυσοκόκκινο, πράσινο, λευκό... ένα σπασμένο λουλούδι του Θεού.. μια ποδοπατημένη ανεμώνα».
«Θες να την βρεις και να πάρεις την αμοιβή;» ρώτησε ένας ηλίθιος.
«Μόνο αν είναι άθικτο το αντικείμενο, θα ανταμειφθεί», είπε άλλος ηλίθιος. Και όλοι γέλασαν.
Στη λίμνη στέκεται.
Με το ένα χέρι στηρίζει το πηγούνι της, με το άλλο τον αγκώνα της.
Και τότε η λέξη «Mademoiselle» πετιέται μπροστά της σαν αγριόπαπια και χάνεται μέσα στην κρύα ομίχλη.
Ο ήλιος την κοιτάζει με γουρλωμένο, κατακόκκινο μάτι και σιγά σιγά μαυρίζει.
Η Μαργκώ... η Μαργκώ...
Τώρα είναι νύχτα. Και της ψιθυρίζει απαλά, «Μαργκώ...». Και πλησιάζει. Τι όμορφη που είναι!
Και ξαφνικά, κάποιος λέει «Mademoiselle»... και όλα αναποδογυρίζουν.
Έγινε ένα βραχυκύκλωμα. Κι ένας οργανισμός άρχισε να αναπνέει. Σαν να τον άγγιξε ένας μάγος με το ραβδί του.
«Έλα στις δώδεκα», είπε ο μάγος.
«Δεν μπορώ, στις δώδεκα έχω βιολί».
«Τότε στις δύο... έλα οπωσδήποτε», της είπε.
Στις δέκα ξαπλώνει στο κρεβάτι της και ονειρεύεται.
«Κάποιος την είπε Mademoiselle... και άλλα πράγματα...»
Κάποιος;
Ο άντρας. Το αντρικό φύλο. Ολόκληρος ο ανδρικός πληθυσμός του κόσμου.
Ο κόσμος-Άντρας έβγαλε το καπέλο του και γονάτισε μπροστά στον κόσμο-Γυναίκα.
Ο Μινώταυρος είναι έτοιμος να καταπιεί την παρθένα.
Κι εκείνη ονειρεύεται, «στις δύο ακριβώς...»
Ο νεαρός άντρας στο καφενείο την αγαπούσε όλο και περισσότερο. Και θυμήθηκε πως όταν ήταν παιδί, αγαπούσε την Καμίλ από το μυθιστόρημα. Έτσι αγαπούσε τώρα και την κοπέλα της εφημερίδας.
«Δεκαέξι», έλεγε μέσα του... «και τα χρώματά της, χρυσοκόκκινο, πράσινο, λευκό... ένα σπασμένο λουλούδι του Θεού.. μια ποδοπατημένη ανεμώνα».
«Θες να την βρεις και να πάρεις την αμοιβή;» ρώτησε ένας ηλίθιος.
«Μόνο αν είναι άθικτο το αντικείμενο, θα ανταμειφθεί», είπε άλλος ηλίθιος. Και όλοι γέλασαν.
Στη λίμνη στέκεται.
Με το ένα χέρι στηρίζει το πηγούνι της, με το άλλο τον αγκώνα της.
Και τότε η λέξη «Mademoiselle» πετιέται μπροστά της σαν αγριόπαπια και χάνεται μέσα στην κρύα ομίχλη.
Ο ήλιος την κοιτάζει με γουρλωμένο, κατακόκκινο μάτι και σιγά σιγά μαυρίζει.
Η Μαργκώ... η Μαργκώ...
Τώρα είναι νύχτα. Και της ψιθυρίζει απαλά, «Μαργκώ...». Και πλησιάζει. Τι όμορφη που είναι!
Ησυχία και ο αέρας φυσά πάνω από τη λίμνη.
«Τι ώρα είναι;», ρωτά εκείνη. Και ακουμπά το κεφάλι της στο στήθος του.
Ο αέρας φυσά πάνω από τη λίμνη και εκείνος την οδηγεί στην Ανατολή.
Αυτά ονειρευόταν ο ονειρευτής, περαστικέ αναγνώστη. Και τώρα περιμένεις να σου πω πως την επόμενη μέρα η εφημερίδα έγραψε κάτι τελείως ξενέρωτο, ότι τη βρήκαν νεκρή, στραγγαλισμένη με τη ζώνη της. Ή ότι τη βρήκαν ζωντανή και ξελογιασμένη, και την έκλεισαν σε ίδρυμα για προβληματικά κορίτσια. Τόσο νέα και τόσο διεφθαρμένη.
Όχι.
Η ζωή είναι αυτή που είναι και παραβλέπει τις φίνες ατάκες. Η Μαργκώ χάθηκε.
Μα όσο να 'ναι, αγαπήθηκε όσο λίγες, στη μικρή της ζωή. Εκεί, στο καφενείο. Από έναν ονειροβάτη.
Κι εμείς ξέρουμε μόνο τούτο.
Πώς ήταν δεκαέξι, είχε χρυσοκόκκινα μαλλιά και πράσινα μάτια.
Και εξαφανίστηκε.
Πάει.
Ο αέρας φυσά πάνω από τη λίμνη και εκείνος την οδηγεί στην Ανατολή.
Αυτά ονειρευόταν ο ονειρευτής, περαστικέ αναγνώστη. Και τώρα περιμένεις να σου πω πως την επόμενη μέρα η εφημερίδα έγραψε κάτι τελείως ξενέρωτο, ότι τη βρήκαν νεκρή, στραγγαλισμένη με τη ζώνη της. Ή ότι τη βρήκαν ζωντανή και ξελογιασμένη, και την έκλεισαν σε ίδρυμα για προβληματικά κορίτσια. Τόσο νέα και τόσο διεφθαρμένη.
Όχι.
Η ζωή είναι αυτή που είναι και παραβλέπει τις φίνες ατάκες. Η Μαργκώ χάθηκε.
Μα όσο να 'ναι, αγαπήθηκε όσο λίγες, στη μικρή της ζωή. Εκεί, στο καφενείο. Από έναν ονειροβάτη.
Κι εμείς ξέρουμε μόνο τούτο.
Πώς ήταν δεκαέξι, είχε χρυσοκόκκινα μαλλιά και πράσινα μάτια.
Και εξαφανίστηκε.
Πάει.
Χάθηκε.
0 Σχόλια