Μη μ’ αγγίζεις, δεν τα αντέχω αυτά...



Ταλαιπωρημένη από τις διαδρομές, τους ανθρώπους, τη σκληρή δουλειά και την κακή της τύχη, καθόταν νύχτα στην καρέκλα και μετρούσε ένα βουναλάκι φιλοδωρήματα.

Εκείνος, πελάτης παλιός, ήξερε λίγα για την ζωή της. Πως είχε μια κόρη, κι έναν άντρα που ή θα έλειπε, ή θα τη χτυπούσε. Κάτι τέτοια ήξερε. 

— Από πού είσαι, Μυρτώ;
— Από ένα χωριό. Δεν το ξέρεις.
— Είμαι σίγουρος πως ήσουν η πιο όμορφη εκεί.
— Ήμουν.
— Και πως όλα τα αγόρια σε φλέρταραν...
— Ναι.
— Κι απ’ όλα αγόρια που θα πέθαιναν για σένα, διάλεξες αυτόν;
— Εκείνος διάλεξε εμένα.
— Και το δέχτηκες έτσι απλά. Και το δέχεσαι ακόμα;
— Αυτό είναι το πεπρωμένο μου.
— Όχι. Αυτό είναι βλακεία.
— Η βλακεία είναι το πεπρωμένο μου....

Εκείνος προσπαθεί να της δώσει ένα χάδι κατανόηση.
Εκείνη τραβιέται σαν να την στίμπησε σφήκα. 

— Μη μ’ αγγίζεις!  Δεν τα αντέχω αυτά… Όχι…Μη... Πάνω μου δεν υπάρχει τίποτα πια,  που να…

Της έδωσε ένα πενηντάρικο.
— Γιατί;
— Για την ομορφιά που ήταν.

Και τότε εκείνη επιτέλους έβαλε τα κλάματα.


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια