Το μπαλόνι που δεν πέταξε



«Θέλω ένα μπαλόνι, θέλω ένα μπαλόνι!», φώναξε η Νανίτα.
Της το αγόρασαν και της εξήγησαν ότι έχει μέσα αέριο πιο ελαφρύ απ’ τον αέρα, γι’ αυτό πετάει.
«Θέλω να το αφήσω να πετάξει! Να πετάξει!», φώναξε η Νανίτα. Και το άφησε κι εκείνο πέταξε.
«Πάει, χάθηκε! Χάθηκε! Θέλω κι άλλο!», φώναξε η Νανίτα.
- Εντάξει. Αλλά δεν θέλεις να το δώσεις σ’ εκείνο το φτωχό κοριτσάκι;
«Όχι, δεν θέλω! Θέλω να πετάξει στον ουρανό, στον ουρανό!», φώναξε η Νανίτα.

Το πέμπτο μπαλόνι όμως το έδωσε στο μικρό φτωχό κορίτσι και φώναξε, «πάρε το μπαλόνι και άφησέ το να πετάξει στον ουρανό!».
- Όχι, θέλω να το κρατήσω, είπε το φτωχό κορίτσι και το κοίταξε ενθουσιασμένο. 
Αργότερα, στο σπίτι, το άφησε στο ελεύθερο και εκείνο πέταξε και κόλλησε στο ταβάνι. 
Εκεί έμεινε, τρεις μέρες, όπου ζάρωνε σιγά σιγά και στο τέλος έπεσε στο πάτωμα, άδειο σακούλι.
«Έπρεπε να το είχα αφήσει να πετάξει στον ουρανό. Να το κοιτάζω και να το κοιτάζω ώσπου να χαθεί…», ένιωσε το φτωχό κορίτσι.

Η Νανίτα, στο μεταξύ, άφηνε τα μπαλόνια να πετούν, ένα μετά το άλλο και στο τέλος έχασε κάθε ενδιαφέρον. «Χαζά μπαλόνια», έλεγε.
Και η θεία Πετούνια διακήρυττε πως η Νανίτα ωρίμασε και πως είναι πολύ προχώ για την ηλικία της.

Στην άλλη άκρη της πόλης το φτωχό κορίτσι ονειρευόταν: «Έπρεπε να το είχα αφήσει να πετάξει στον ουρανό. Να το κοιτάζω… να το κοιτάζω… ώσπου να χαθεί.»


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια