
Κάθε φορά που επιστρέφω από την εξοχή, νιώθω νοσταλγία για την πατρίδα – κι ας μην έφυγα ποτέ.
Η πόλη μοιάζει με θάλασσα ψεμάτων. Ένας παράδεισος αυταπάτης.
Όλα εδώ είναι απάτη. Εκτός από την ανάγκη να το κρύψουμε.
Στο καφενείο του χωριού, όλο το δάσος τρεμοπαίζει στον χώρο.
Οι άνθρωποι ταιριάζουν με την απλότητα γύρω τους, ή τουλάχιστον προσπαθούν.
Δεν κουβαλούν την αλαζονεία της πόλης. Όχι γιατί είναι καλύτεροι, αλλά γιατί εκεί δεν έχει αξία. Γιατί αλαζόνας μπορείς να είσαι μόνο εκεί που το ψέμα είναι στοιχείο της ατμόσφαιρας.
Ο τίτλος, η θέση, τα σπουδαία επιτεύγματα της πόλης… στην εξοχή γίνονται ανέκδοτα.
Εκεί οι πλούσιες γυναίκες δεν μιλούν με βαρύγδουπες δηλώσεις και οι τσάντες τους είναι γεμάτες με μεζέδες, όχι με προσποίηση.
«Ιντά ’νε, μπάρμπα Γιάννη;»
Εκεί οι πλούσιες γυναίκες δεν μιλούν με βαρύγδουπες δηλώσεις και οι τσάντες τους είναι γεμάτες με μεζέδες, όχι με προσποίηση.
«Ιντά ’νε, μπάρμπα Γιάννη;»
«Γεια σου, τσούπρα!»
Εκεί οι άνθρωποι λένε τα ονόματά τους.
Στην πόλη μιλούν με εντυπωσιακούς αφορισμούς ή σιωπούν πνευματωδώς.
Και ίσως γι’ αυτό οι αστοί σπάνια έχουν το τσαγανό των χωρικών. Γιατί ταΐζουν ζώα, αντί μόνο να τα τρώνε ...
Πώς τον έλεγαν εκείνον τον ήρωα που αντλούσε τη δύναμή του από τη γη;
Δεν έχει σημασία.
Τέτοιοι ήρωες είμαστε κι εμείς.
Α, ναι. Τον έλεγαν Ανταίο.
Εκεί οι άνθρωποι λένε τα ονόματά τους.
Στην πόλη μιλούν με εντυπωσιακούς αφορισμούς ή σιωπούν πνευματωδώς.
Και ίσως γι’ αυτό οι αστοί σπάνια έχουν το τσαγανό των χωρικών. Γιατί ταΐζουν ζώα, αντί μόνο να τα τρώνε ...
Πώς τον έλεγαν εκείνον τον ήρωα που αντλούσε τη δύναμή του από τη γη;
Δεν έχει σημασία.
Τέτοιοι ήρωες είμαστε κι εμείς.
Α, ναι. Τον έλεγαν Ανταίο.
0 Σχόλια