Καθόμουν στο παγκάκι του πάρκου με την μπίμπι Αλέγια στην αγκαλιά, η οποία μετρούσε τα λεφτά της που τα είχε μοιρασμένα σε δύο πορτοφόλια.
Μια πανέμορφη γυναίκα πλησίαζε, μαζί με τον άντρα της.
Η Αλέγια μόλις είδε την γυναίκα, σηκώθηκε και έτρεξε με τα χέρια ανοιχτά για να την φιλήσει στο στόμα, επειδή ήταν τόσο όμορφη.
Η γυναίκα έκανε ένα βήμα πίσω.
Το παιδί ήρθε και κόλλησε πάνω μου ντροπιασμένο.
«Κυρία...», είπα με τα μάτια, «σας παρακαλώ...».
«Όχι στο στόμα...», είπε η κυρία με τα μάτια και τα χέρια. Ήταν αμήχανη.
Πήρα την Αλέγια στην αγκαλιά μου και την φίλησα στο στόμα. Η ανάσα της μύριζε λιβάδια.
«Έλα τώρα...», την έσπρωξε ο άντρας της, «ένα στα γρήγορα..»
«Δεν μπορώ...», είπε η γυναίκα με τα μάτια
«Αυτή η γυναίκα δεν θέλει Αλέγια...», είπα, «και εγώ συμπεριφέρομαι σαν να είμαι η μάνα σου, μια μάνα, την οποία κανείς δεν καταλαβαίνει.... με συγχωρείτε κυρία, ήμουν μια ανόητη μάνα...το πιο ανόητο πλάσμα που υπάρχει στον κόσμο... κουκουβάγια απλά...»
Η γυναίκα έβγαλε χρήματα και τα πρόσφερε στην Αλέγια
Το παιδί τα έδωσε πίσω..
«Ήταν ανάγκη αυτές οι υπερβολές;» είπε ο άντρας..
Η γυναίκα είπε αντίο, μου έδωσε το χέρι της και με κοίταξε μπερδεμένη..
Σιγά σιγά το ζευγάρι απομακρύνθηκε και η  Αλέγια χώθηκε στην αγκαλιά μου...