
Εκείνος κάθεται στο παγκάκι, γύρω του δενδροστοιχίες και κάτι δυσκίνητοι οργανισμοί –οι άνθρωποι.
Κορίτσι πλησιάζει με ποδήλατο, λευκή φούστα, λεπτά τρυφερά πόδια, ξυπόλυτη, λίγο πάνω από το γόνατο φαίνεται η δαντέλα του βρακιού της. Πετάει.
Την κοίταζε που έφευγε.
«Εσένα, γυμνή, ολόγυμνη, στο ευωδιαστό λιβάδι, στον ίσκιο του βραδιού, να χτυπάς τα πετάλια σου, να βλέπω– – – να πετάς– – – και όταν κουράζεσαι δίπλα σου να κάθομαι, στην άκρη του δάσους, στον ίσκιο του βραδιού– – – και να αναπνέω το άρωμα την υγρής γης και του κορμιού σου– – – και να ρουφάω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου– – – και να μεγαλώνω με της ομορφιάς τη δύναμη που μπαίνει στο μάτι μου με χιλιάδες αχτίδες– – – και να γεμίζω– – – και να κάνω πλούτο την ένταση– – – και τον πλούτο να τον κάνω αγάπη– – – και την αγάπη να την κάνω κίνηση– – – και την κίνηση να την κάνω πάλι δύναμη– – – ανεξάντλητη.
Κορίτσι πλησιάζει με ποδήλατο, λευκή φούστα, λεπτά τρυφερά πόδια, ξυπόλυτη, λίγο πάνω από το γόνατο φαίνεται η δαντέλα του βρακιού της. Πετάει.
Η φούστα περνάει, χάνεται, επιστρέφει με ελιγμούς– – – πετάει– – – oι ρόδες χορεύουν– – –
«Αχ -χ-χ - - εσένα γυμνή, ολόγυμνη, σε ένα ευωδιαστό λιβάδι, στον ίσκιο του βραδιού, να βλέπω, να πετάς. Να κάνεις παύση– – – πάλι να πετάς με τα ανοιχτά μαλλιά σου– – – . ευγενές όργανο, η ρόδα».
Την κοιτάζει, όπως κοιτάζει κάποιος ένα έλατο, ψηλά στο δάσος, το υπέροχο πέταγμα του αετού, την μεγαλειώδη προσγείωση του γύπα, τον πόλεμο της φρεγάτας με τα κύματα, τον κύκνο στη λίμνη, το πρόσωπο του δημιουργού όταν το καταλαμβάνει η έμπνευση.
Η κοπέλα σταματάει, κουρασμένη - στηρίζεται στο τιμόνι της.
«Αχ -χ-χ - - εσένα γυμνή, ολόγυμνη, σε ένα ευωδιαστό λιβάδι, στον ίσκιο του βραδιού, να βλέπω, να πετάς. Να κάνεις παύση– – – πάλι να πετάς με τα ανοιχτά μαλλιά σου– – – . ευγενές όργανο, η ρόδα».
Την κοιτάζει, όπως κοιτάζει κάποιος ένα έλατο, ψηλά στο δάσος, το υπέροχο πέταγμα του αετού, την μεγαλειώδη προσγείωση του γύπα, τον πόλεμο της φρεγάτας με τα κύματα, τον κύκνο στη λίμνη, το πρόσωπο του δημιουργού όταν το καταλαμβάνει η έμπνευση.
Η κοπέλα σταματάει, κουρασμένη - στηρίζεται στο τιμόνι της.
Η φούστα της μοσχομυρίζει καυτό, νεανικό σώμα. Τα μαλλιά της μοσχομύριζουν– – – η γλυκιά αναπνοή της φύσηξε προς το μέρος του.
Και οι λεμονιές ευωδίαζαν.
Δυο ανάσες της φύσης.
Εκείνη στέκεται ακίνητη– – – για λίγο – – – και χάνεται στα λιβάδια.
Δυο ανάσες της φύσης.
Εκείνη στέκεται ακίνητη– – – για λίγο – – – και χάνεται στα λιβάδια.
Την κοίταζε που έφευγε.
«Εσένα, γυμνή, ολόγυμνη, στο ευωδιαστό λιβάδι, στον ίσκιο του βραδιού, να χτυπάς τα πετάλια σου, να βλέπω– – – να πετάς– – – και όταν κουράζεσαι δίπλα σου να κάθομαι, στην άκρη του δάσους, στον ίσκιο του βραδιού– – – και να αναπνέω το άρωμα την υγρής γης και του κορμιού σου– – – και να ρουφάω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου– – – και να μεγαλώνω με της ομορφιάς τη δύναμη που μπαίνει στο μάτι μου με χιλιάδες αχτίδες– – – και να γεμίζω– – – και να κάνω πλούτο την ένταση– – – και τον πλούτο να τον κάνω αγάπη– – – και την αγάπη να την κάνω κίνηση– – – και την κίνηση να την κάνω πάλι δύναμη– – – ανεξάντλητη.
Ελλεβόρα - Ana Zumani
0 Σχόλια