Λευκά και ροζέ  –και αφελώς διάσπαρτα–  ήταν τα τριαντάφυλλα στο τεράστιο πάρκο.
Κάπως στριμωγμένα ήταν –σαν τα φλαμίνγκο στις ακτές των λιμνών. 
Ανάμεσά και γύρω από τα τριαντάφυλλα διακρίνονταν –από ψηλά– φιδίσια ψηφιδωτά μονοπάτια με υπέροχη κοκκινωπή άμμο.
Πάνω στην υπέροχη άμμο σουλατσάριζαν  –με τα λεπτά κομψά τους πόδια και το αριστοκρατικό τους περπάτημα–  εκατοντάδες λευκοροδοκόκκινα φλαμίνγκο.
Κάπως στριμωγμένα ήταν –σαν τα κολχικά στα υγρά λιβάδια.
Ανάμεσα στα ροδοκόκκινα φλαμίγκο βολτάριζαν –αμήχανα και αδέξια– οι επισκέπτες, οι οποίοι έπρεπε να προσέχουν, μη πατήσουν κατά λάθος τα πουλιά και τα πληγώσουν.
Το σκηνικό –μάλλον η σκηνοθεσία– ήταν ένα καπρίτσιο του ιδιοκτήτη του πάρκου, του ανάπηρου κόμη Σαμοράτουι που παρακολουθούσε τα «γεγονότα» από το ψηλότερο παράθυρο του κάστρου του.

– Έχει κάποιον σκοπό η παράσταση, Υψηλότατε;
– Μάλλον, δεν είμαι σίγουρος.  Ίσως με αρέσει να βλέπω των ανθρώπων το αδέξιο περπάτημα»