Σε είδα να περπατάς, συρτά γλυστρώντας, με μεγάλα βήματα, το πάνω μέρος του σώματός σου παραδομένο στην κίνησηκαι σ' αγαπούσα.
Είδα τα υπέροχα λεπτά σου χέρια με τα ελαφρά αριστοκρατικά δάχτυλα να ακουμπούν στο μπράτσο της πολυθρόνας, σαν πεταλούδες που κάθονται πάνω στο λουλούδι, έτοιμες να πετάξουν
και σ΄αγαπούσα.
Σε είδα να σκύβεις με απίστευτη ελαφρότητα και να σηκώνεις ένα μαντήλι από το πάτωμα
και σ΄ αγαπούσα.
Σε είδα να χαϊδεύεις τρυφερά τα γκρίζα μαλλιά του πατέρα σου
και σ' αγαπούσα.
Σε είδα να πίνεις το τσάι σου με χάρη Γκέισας
και σ΄ αγαπούσα.
Σε είδα με μιά λέξη σε όλες τις γλυκές, ασυνείδητες αλήθειες σου
και σ' αγαπούσα.
Και ήρθε μια μέρα που όλα γίνονταν για μένα, για μένα, για χάρη μου
και τότε έπαψα να σ΄ αγαπώ.
Ήμουν έκπληκτος, συγκινημένος, συγκλονισμένος, ευλογημένος, αλλά ήταν σαν όπως όταν μια τεράστια, μυστηριώδης ιδέα δημοσιεύεται σε βιβλίο τσέπης, σε κατανοητή για την κοινή αντίληψη έκδοση.
Χρηστική, προσαρμοσμένη αγάπη....

Ποιητής Μισογύνης