Τους απέρριπτε όλους, η Πανωραία.  Τους ταπείνωνε και ισοπέδωνε το ηθικό τους.
Σαν σμήνος εκατομμυρίων δισεκατομμυρίων ακρίδων που περνούν πάνω από την ανθισμένη γη, έτσι περνούσε πάνω από τις καρδιές των αντρών που την λαχταρούσαν μέχρι τρέλας. 

Και μόνο ένας έμενε ατάραχος και την κοίταζε απορροφημένος -ένας θεός ξέρει από τι. 
Κι εγώ. 

– Εσένα τίποτα δεν σε πληγώνει, κουταβάκι;
Σιωπή....
Ξανά
– Εσένα τίποτα δεν σε προσβάλλει, γατάκι;
– Το μόνο που θα με πρόσβαλε θα ήταν να μη μπορώ να θαυμάζω την ομορφιά σου

Αναστατώθηκε η Πανωραία. «Ήταν αυτός ο ιδανικός; Ήταν αυτός ο έρωτας; Ήταν αυτή η Αγάπη;», αναρωτιόταν ξανά και ξανά.

Όχι κυρά μου, αυτή δεν ήταν η Αγάπη. Αυτή η αγάπη ήταν μια υποκρισία προσαρμοσμένη στη γυναίκα.
Ήταν η αγάπη της ομορφιάς. Ήταν η ίδια η αλήθεια, τεράστια, ψυχρή, τυρρανική.