Οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται τους εξέχοντες συνανθρώπους με τρόπο ―δυστυχώς οι εξέχοντες αργά το αντιλαμβάνονται― ύπουλο και κακοπροαίρετο. Ως εκ τούτου επικίνδυνο και αντιεποικοδομητικό για όλη την ανθρωπότητα.
Κανείς δεν θέλει να «φωτίσει» τα αμέτρητα, δειλά εγκλήματά του, που διαπράττει διαρκώς εις βάρος των συνανθρώπων του. Δεν μπορεί αλλιώς, πρέπει να σταυρώσει τον ευγενή διαφωτιστή μέσα του.
Σχεδόν ακούσια, νιώθει την βαθιά ανάγκη να μπει πιο βαθιά στην άβυσσο της δικής του καταραμένης ψυχής, σαν να το διαισθάνεται ότι ο «διαφωτιστής-γιατρός» του δεν μπορεί πλέον να τον βοηθήσει, αφού έχει αυτοεξοριστεί ανεπιστρεπτί στου μυαλόύ και στης ψυχής του την αδιαπέραστη ομίχλη.
Έτσι, οι άνθρωποι έρπονται στους σκοτεινούς δρόμους της ζωής τους, θηράματα της ίδιας τους, της αρπακτικής τους φύσης, και ελπίζουν ηλιθιωδώς ότι για τα ιδανικά που δεν αγωνίστηκαν οι ίδιοι, θα αγωνιστούν οι απόγονοί τους.
'Ανα Ζουμάνη 'Ελντεν - Ελλεβόρα