
Μετά από τρεις μήνες στην Πρωτεύουσα (ήταν μια ακούραστη εργάτρια), επέστρεψε στην μικρή της πόλη.
Και στον ωραίο άντρα της.
Εκεί έμαθε πως εκείνος είχε χαρίσει το κορμί του. Το υπέροχο κορμί του. Το είχε χαρίσει σε πολλές γυναίκες.
Δεν είπε τίποτα. Δεν έδειξε τίποτα. Ήταν γλυκιά και τρυφερή, όπως πάντα.
Εννέα μέρες τις έψαχνε και τις βρήκε όλες. Εκείνες.
Εκεί έμαθε πως εκείνος είχε χαρίσει το κορμί του. Το υπέροχο κορμί του. Το είχε χαρίσει σε πολλές γυναίκες.
Δεν είπε τίποτα. Δεν έδειξε τίποτα. Ήταν γλυκιά και τρυφερή, όπως πάντα.
Εννέα μέρες τις έψαχνε και τις βρήκε όλες. Εκείνες.
Και αγόρασε δύο πιστόλια ακριβά. Ακριβή.
Πρώτα πήγε στο σπίτι της κυρία Σκυλλότι.
«Χαιρετίσματα από τον Ολντερίκο...»
και πυροβόλησε τρεις φορές.
Σε έναν κήπο κάθονταν η κυρία Καργιολίνο με την κυρία Αρπαχτόλα.
«Ο Ολντερίκο χαιρετά...»
και κόλλησε τα μυαλά τους στο δέντρο
Η κυρία Πορνάρο ψώνιζε στη Λαϊκή
«Ο Ολντερίκο έρχεται...»
Μπαμ!
Και από εκεί, στην Κυρία Τσουλάμο
«Από τον Ολντερίκο, το μωρό σου...»
Μπουμ!
«Τέρας!», φώναξε
Και πυροβόλησε τον Ολντερίκο στο κεφάλι.
Και τώρα περπατούσε αργά προς το σπίτι του Γκισμόντο. Εκείνον που κάποτε έπαιξε μαζί της και την πλήγωσε θανάσιμα.
«Κοίταξέ με! Ήσουν η μοίρα μου. 'Ησουν δικός μου. Εσύ, μόνο εσύ. Πήρα έναν άντρα που δεν ήταν δικός μου κι έπρεπε να με προδώσει, το καταλαβαίνεις; Έπρεπε. Εσύ φταίς, εσύ φταίς, εσύ φταις για όλα, μόνο εσύ!»
Έβαλε το πιστόλι στο λαιμό του και τον σκότωσε.
Μετά πήρε τον ανήφορο προς το σπίτι με τις κίτρινες κληματαριές και τα εδώ και χρόνια κλειστά λευκά παντζούρια.
Ένας άντρας ήταν στην κουζίνα - το ένα πόδι πάνω στην καρέκλα - και καθάριζε μανταρίνια.
«Πατέρα, γιατί;»
Και έβαλε το πιστόλι στην καρδιά του.....
Ana Zumani
Πρώτα πήγε στο σπίτι της κυρία Σκυλλότι.
«Χαιρετίσματα από τον Ολντερίκο...»
και πυροβόλησε τρεις φορές.
Σε έναν κήπο κάθονταν η κυρία Καργιολίνο με την κυρία Αρπαχτόλα.
«Ο Ολντερίκο χαιρετά...»
και κόλλησε τα μυαλά τους στο δέντρο
Η κυρία Πορνάρο ψώνιζε στη Λαϊκή
«Ο Ολντερίκο έρχεται...»
Μπαμ!
Και από εκεί, στην Κυρία Τσουλάμο
«Από τον Ολντερίκο, το μωρό σου...»
Μπουμ!
«Τέρας!», φώναξε
Και πυροβόλησε τον Ολντερίκο στο κεφάλι.
Και τώρα περπατούσε αργά προς το σπίτι του Γκισμόντο. Εκείνον που κάποτε έπαιξε μαζί της και την πλήγωσε θανάσιμα.
«Κοίταξέ με! Ήσουν η μοίρα μου. 'Ησουν δικός μου. Εσύ, μόνο εσύ. Πήρα έναν άντρα που δεν ήταν δικός μου κι έπρεπε να με προδώσει, το καταλαβαίνεις; Έπρεπε. Εσύ φταίς, εσύ φταίς, εσύ φταις για όλα, μόνο εσύ!»
Έβαλε το πιστόλι στο λαιμό του και τον σκότωσε.
Μετά πήρε τον ανήφορο προς το σπίτι με τις κίτρινες κληματαριές και τα εδώ και χρόνια κλειστά λευκά παντζούρια.
Ένας άντρας ήταν στην κουζίνα - το ένα πόδι πάνω στην καρέκλα - και καθάριζε μανταρίνια.
«Πατέρα, γιατί;»
Και έβαλε το πιστόλι στην καρδιά του.....
Ana Zumani
0 Σχόλια