Ένα γράμμα από την Αφρική



Πότε ταχυδρομήθηκε; Στις 20 Ιουλίου 2023.
Πότε έφτασε; Στις 26 Ιουλίου 2023.
Και γιατί τόση βραδύτης;
Ο παππούς Κούμι φοβάται τα τηλέφωνα. Κανείς δεν επιτρέπεται να τα μεταχειριστεί.
Τα δάκρυα των αποστολέων έχουν στερέψει.
Τώρα τρέχουν στα μάτια των παραληπτών.
Απέθανε ο ξάδερφος του Άκρον, δεκαεπτά ετών.
«Ήταν ψηλός σαν τον Μένσα, και εξίσου ωραίος».

Η Ανανέ κάθεται στο τραπέζι και μετρά χρήματα.
Τα δάκρυά της κυλούν στο πρόσωπό της ήσυχα
«Ήταν και δικός σου συγγενής;» τη ρώτησα.
«Κλαίμε για όλους», με λέει. «Έτσι είμαστε οι μαύροι. Όταν θα είμαι πίσω στην Αφρική, θα κλαίω για εσάς, Άνα.»
Η Τίμπκο κάθεται στο πάτωμα, σιγοτραγουδώντας απαλά και κλαίγοντας. Ακούγεται σαν ψαλμός εσπερινός.

Ο Άκρον δεν κλαίει.
«Δεν είσαι λυπημένος, Άκρον;»
«Είμαι στα ξένα, Άνα. Δεν θα κλάψω έως ότου φτάσω στην Αφρική…»
Αυτό το πένθος το γενικευμένο οιονεί με φαίνεται ακατανόητο.
Αυτά τα παράξενα, ευγενικά πλάσματα δεν κλαίνε για το αγόρι.
Κλαίνε για την Αφρική.

Ενάτη βραδινή. Τα δάκρυα έχουν στεγνώσει.
Το φεγγάρι αστράφτει στὰ φύλλα των σημύδων.
Ησυχία γύρω από το αφρικανικό τραπέζι, στη μέση της Ευρώπης.
Ο Άκρον, που φυλάσσει τη λύπη του για την Αφρική, λέει:
«Άνα, αύριο θα έρθεις μαζί μου στο κουρείο. Δεν θέλω να πάω στην Αφρική με αυτά τα μαλλιά. Ο παππούς Κούμι δεν θα καταλάβει. Σήμερα ήταν μια θλιβερή μέρα. Καληνύχτα».
Η Μπίμπι Αλέγια ήταν τόσο γλυκιά, τόσο όμορφη.
Γονάτισα και την εφίλησα στο μέτωπο, στα βλέφαρα, στο στόμα.
«Φίλησε και την Τίμπκο», είπε σιγανά.

Όταν βγήκα από το αφρικανικό σπίτι
οι σημύδες ήσαν γκρίζες, ομοιόχρωμες με το βραδινὸ φως
και ένα με τον υγρό αέρα που μύριζε φρεσκάδα.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια