Και τελικά έφυγε ο πατέρας μου, που κρατούσε κι εμένα ζωντανή. Με χρειαζόταν ο άντρας με τα αγαπημένα, ασημένια μαλλιά, εκείνος ο νεανίας των 78 ετών.
Ειλικρινά, ποτέ μου δεν ένιωσα πως έχω γέροντα πατέρα. Μόνο μερικές φορές, όταν αργούσα να περάσω. «Άντε, επιτέλους ήρθες!». Δεν υπολόγιζε ποτέ το πεπρωμένο και διάβαζε με πάθος.
Τώρα πήγε να κοιμηθεί και μου άφησε την συλλογή του, από παμπάλαιες εφημερίδες. Και μαζί με αυτήν, την αιώνια ανάμνηση της καλοσύνης του.
Υπάρχουν ελάχιστοι αληθινά καλοί άνθρωποι. Ένας τέτοιος έφυγε.
Έχω και  δύο αδερφούς. Για την ακρίβεια, έχω τρεις αδερφούς. Ή μάλλον, είχα τρεις αδερφούς, τώρα έχω δύο.
Αν είχα γίνει νοσοκόμα, τότε, όταν κατάλαβα την κακία των ανθρώπων, τώρα θα μπορούσα να πω ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που με χρειάζονται. Έτσι όμως ο κύκλος γίνεται όλο και πιο μικρός.
Ο αδερφός μου με ειρωνεύεται -ή όχι- και με συμβουλεύει να αγοράσω κινέζικα χρυσόψαρα, ή σμαραγδένιες σαύρες για να τις φροντίζω. Πήρα γάτες. Το ίδιο κάνει.
Φυσικά αυτό δεν αρκεί για να ξεπεράσεις την απώλεια ενός πατέρα με πολλά ασημένια μαλλιά. Όμως όσο υπάρχεις, κάτι πρέπει να κάνεις μέχρι να ενωθείς με τους αγαπημένους σου.
Ο αδερφός μου λέει ότι μπορείς να αγαπάς τα ζώα χωρίς  απογοήτευση, γιατί ποτέ δεν θα περιφρονήσουν την αγάπη σου.  Χρειάζονται την φροντίδα μας. 
«Με χρειάζεται»: Τι υπέροχη ιδέα.
Ναι, θέλουμε να μας χρειάζονται. Όσο πιο πολύ, τόσο πιο καλά. 
Θέλουμε να μας χρειάζονται σε όλη μας τη ζωή, αλλά ξαφνικά βρίσκουμε τον εαυτό άχρηστο εξ' αιτίας της απ΄'ωλειας. Και τότε μπορεί να περάσει η γελοία ιδέα από το μυαλό μας ότι ένα διανάντι, ή ένα ακριβό αυτοκίνητο έχουν αξία.
Ο πατέρας μας ήταν φτωχός. Αλλά πλούσιος φτωχός. Τα πούρα του, οι εφημερίδες του... 
Τον αδερφό μου τον «ποιητή» τον καταλάβαινε λιγότερο από καθόλου. Έτσι τον έλεγε, «ποιητή». Ήξερε μόνο πως μια μέρα του έφερε εκείνα τα φυσικά χάπια, που του χάρισαν νιότη τα τελευταία δέκα χρόνια. Δεν θυμάμαι πώς τα λένε.
Εγώ το βλέπω αλλιώς. Βλέπω την κατανόηση για τον αδερφό μου ως μια γέφυρα που με μεταφέρει σε έναν άλλον κόσμο, τον οποίο καταλαβαίνω, αλλά για τον οποίο δεν είμαι ώριμη ακόμη, ή απλά δεν με ελκύει.
Είναι σαν να ξαπλώνεις στην πολυθρόνα σου, στην οδό Τάδε, νούμερο δείνα, 3ος όροφος και να βυθίζεσαι σε ένα βιβλίο με τον τίτλο «περιπέτειες στα βάθη της Ανταρκτικής».
Ε και; Στην οικογένειά μας θα βρεις πολλούς κόσμους να συγκρούονται. Τουλάχιστον έτσι έχει ο καθένας την δική του ζωή, σε αντίθεση με κάποιους που δεν έχουν καμία.
Άλλωστε οι ποιητές δεν ουρλιάζουν με τους λύκους. Μιλάνε με τους ανθρώπους.