Μια φορά κι έναν καιρό, ένας άνθρωπος βρήκε ένα κόκκινο βιβλίο και από εκείνη τη στιγμή το είχε πάντα κοντά του, επτά ολόκληρα χρόνια. Αγαπούσε το βιβλίο του σαν πιστός σκύλος και το βιβλίο τον αγαπούσε επίσης πολύ, επειδή αγαπούσαν το ίδιο πράγμα. Κάθε φορά που το διάβαζε και έφτανε στο σημείο, «χθες το βράδυ με είπες 'αγαπη μου' -αλήθεια το εννοούσες, Μυρτώ;»,  σταματούσε εκεί για μια στιγμή την ανάγνωση‒ ‒ ‒ και έκλεινε το βιβλίο, και την επόμενη φορά που το άνοιγε, ξεκινούσε από την αρχή. 
H παύση  αυτή μεγάλωνε με την κάθε ανάγνωση και ένα βράδυ έγινε πολύ μεγάλη, σχεδόν ατέλειωτη‒ ‒ ‒
Και μια μέρα, όταν επιτέλους το διάβασε ως το τέλος, «ευτυχία θα πει παραίτηση», έκλεισε το βιβλίο, το φίλησε και το αγκάλιασε με βαθιά φιλία. Και κοιμήθηκαν μαζί.

Μια μέρα , μετά από πολλά χρόνια, δάνεισε το κόκκινο βιβλίο του σε μια κυρία, η οποία επίσης έκανε μια παύση στο σημείο «χθες το βράδυ με είπες 'αγαπη μου' -αλήθεια το εννοούσες, Μυρτώ;». Κι όταν επέστρεψε ο σύζυγός της από τη δουλειά του, εκείνη πήρε το χέρι του, το φίλησε και δεν το άφησε όλο το βράδυ και όλη τη νύχτα‒ ‒ ‒
 
Όταν η κυρία τού εξέθεσε το γεγονός και τις εντυπώσεις της στον άνθρωπό μας, μια ιδέα άρχισε να μεγαλώνει στην καρδιά του, «το καλό που βρήκες στο δρόμο σου, δώστο σε όλους».
Κι έτσι, ένα βράδυ μπήκε σε μια αίθουσα γεμάτη με ανθρώπους, ανέβηκε στην εξέδρα, δίσταξε λίγο, -αλλά πολύ λίγο- και άρχισε να διαβάζει το βιβλίο του. 
Τίποτε άλλο δεν έβλεπε στο μεγάλο χώρο, μόνο το βιβλίο του. Κι όταν  έφτασε στο σημείο, «χθες το βράδυ με είπες 'αγαπη μου' -αλήθεια το εννοούσες, Μυρτώ;», δεν σταμάτησε, αλλά σταμάτησαν οι καρδιές των ακροατών για λίγο. Κι όταν τελείωσε η ανάγνωση, έμειναν όλοι σιωπηλοί, όπως στην εκκλησία.
Σε όλα τα πρόσωπα ήταν γραμμένο το βιβλίο. Είδε το βιβλίο του μέσα σε όλες τις καρδιές.
Και τότε ένιωσε: «Έδωσα το καλό στον κόσμο. Αμήν».


_Ελλεβόρα