
Κοιμήθηκες καλά, αλλά σκέφτεσαι τους χιλιάδες άλλους ανθρώπους που έρπονται νυσταγμένοι για να πάνε στη δουλειά τους.
Η φθινοπωρινή μέρα ξυπνάει πάνω στις παλιές στέγες.
Ασφαλώς, δεν βλέπεις τις πικροδάφνες, τα κυκλάμινα, τα γιασεμιά και άλλους ευγενείς εκπροσώπους της φθινοπωρινής βοτανικής, όμως το φθινόπωρο ξυπνάει και χωρίς βοτανική πάνω στις παλιές καφετιές στέγες.
Κάτω περιμένει ένας εργάτης που πρέπει να συντηρήσει μια οικογένεια -και την 16χρονη, μονίμως χλωμή κόρη του. Του δίνεις μια δουλειά για 15 φράγκα και τρέχει φτερωτός. Επιστρέφει και του δίνεις άλλα 15 για το τίποτα ‒ ‒ ‒ ίσως για την 16χρονη χλωμή κόρη του.
Συναντάς έναν γνωστό στο πρωινό φως και του λες χωρίς κολακείες ότι είναι φρέσκος σαν να κέρδισε τον πρώτο λαχνό και χαχανίζει και σου λέει ότι γάμησε την Πόπη, κλείνοντας το μάτι.
Και σουλατσάρεις χαλαρά, ευγνωμονώντας τον θεό που δεν γάμησες κι εσύ την Πόπη‒ ‒ ‒
Κάποιος ρωτάει, «παρακαλώ, μπορείτε να μου πείτε πού‒ ‒ ‒;!»
Ναι, μπορώ να σου πω πού.
Και πάλι μια υπηρεσία για το τίποτα.
Άνα Ζουμάνη-Ελλεβόρα
0 Σχόλια