Το απόγευμα.
Ο κύριος και η κυρία Κ. κάθονται στην βεράντα τους δίπλα στη λίμνη.
Η βεράντα αστράφτει κάτω από τα σκουροκόκκινα αμπελόφυλλα.
Ο κύριος Κ. καπνίζει πούρο και διαβάζει Ζολά, «Τζέρμιναλ».
Η κυρία κοιτάζει το κήπο

Ο κήπος
Στις βατομουριές κρέμονται κόκκινα και μαύρα βατόμουρα
Μικρά πουλιά εγκατέλειψαν σιωπηλά τα κλαδιά και εξαφανίστηκαν αθόρυβα
Το λιβάδι είναι κατάσπαρτο με λιλά κουκίδες
Τα κλαδιά μιας οξιάς φαντάζουν σαν αραχνοΰφαντα δίχτυα απλωμένα σε γαλάζιο φόντο
Απάνω τους αιωρούνται τα καφέ τους φύλλα σαν κουρασμένες πεταλούδες
Από μια καρυδιά πέφτουν φύλλα
Η κυρία Κ. νιώθει: «το αντίο της φύσης»
Η κυρία Κ. κοιτάζει τη λίμνη.

Η λίμνη.
Ώρα 17.15:
Λάμπει σαν κατάνα στην μάχη
Το βουνό λάμπει διάφανο.
Ώρα 17.45:
Γαλάζιες λωρίδες στο μπρούτζινο νερό.
Το βουνό γίνεται  ροζ γυαλί.
Ώρα 18.30:
Νερό κίτρινο του λεμονιού, κάτι από λιλά, σαν ομίχλη ηλιοτρόπιου.
Το βουνό γίνεται  αμέθυστος.
Ώρα 19.10:
Κόκκινες του χαλκού και πράσινες λωρίδες σε γκρίζο νερό.

Ο διευθυντής της τράπεζας κύριος Κ. τσακίζει τη γωνία της σελίδας, κλείνει το βιβλίο και σκέφτεται: »Τζέρμιναλ. Αυτό είναι το πρώτο στάδιο, το υπόγειο της ανθρωπότητας, δουλειά κάτω από τη γη και λίγη ψυχήΕμείς είμαστε το δεύτερο, δουλειά πάνω στη γη και κάποια ψυχή.. Η κυρία μου είναι το τρίτο στάδιο, καμιά δουλειά, πάνω από τη γη και περίσσευμα ψυχής...«
Αγγίζει απαλά το χέρι της γυναίκας του και λέει χαμογελώντας: »Έλα πίσω..«
Μετά μπαίνει μέσα στο σπίτι και κλείνει σιγανά  την  πόρτα της βεράντας.

Ώρα 20.30:
Η λίμνη είναι μόλυβδος, σαν να έχει πήξει.
Το βουνό είναι γκριζόλευκο σαν λιπόθυμη παρθένα.

Ώρα 20.45:
Μέσα στη λίμνη λάμπει μια ασημένια λίμνη στρογγυλή
βγήκε το φεγγάρι

»Δεν θα φάμε ακόμη, Νανίτα..« λέει ο κύριος Κ. »θα περιμένουμε...«