της προγιαγιάς μου το κορμάκι
απ' τον κόσμο όλο ξεχασμένο
κι απ' τα σκουλήκια φαγωμένο
-Πού ζούσες, γιαγιά Μάρα;
«Εκεί πέρα ζούσα, πίσω από την κοιλάδα
σε ένα σπίτι κάτασπρο
που λάμπει ακόμα στην λιακάδα»
Ίσως να δούλευες χωράφια
ή σ' ένα σκονισμένο μαγαζί
μ΄αλάτια, αλεύρια και πιπέρια
να πάλευες απ' τ' άγριο πρωί
Και στο σπίτι, τους μεγάλους να ταΐζεις
πριν ξυπνήσει το μωρό
μάλλον τα εργατικά σου χέρια
δεν σταμάταγαν λεπτό
Μια μέρα σού 'φεραν τον άντρα
που 'πρεπε να παντρευτείς
ούτ' έρωτα, ούτε αγάπη έμαθες,
δεν είχες χρόνο να ονειρευτείς
Στο χωράφι, ή στο μαγαζί
στις δύσκολες μέρες της ζωής σου
φύτρωναν γλυκές λαχτάρες,
βαθιά μεσα την ψυχή σου
Όλους τους ρώτησα, κανείς δεν ήξερε
για σένα κάτι να μου πει
μόνο τα όνειρά σου, τ' ανονείρευτα
άφησες σ' ένα κουτί
Το καλο σου το φουστάνι
τα μαντήλια σου τα κεντητά
την μακριά ξανθή κοτσίδα
απ' τα παιδικά σου μαλλιά
Εγώ, η μικρή δισέγγονή σου
άνοιξα το μπαούλο το παλιό
τα όνειρά σου για να πλέξω,
όλο σου τον θησαυρό
Τώρα
Δαντέλες ξεφτισμένες
στολίζουν το τραπέζι στην γιορτή μου
και μια αγάπη που δεν άνθισε
ανθεί μέσα στην ψυχή μου...
Άνα Ζουμάνη-Εφημεροπτέρα
0 Σχόλια