Ο όρκος στο φως της σελήνης


Και τότε της έδωσε τον όρκο του. Δεν θα ερχόταν.
Έξω, κύρτωνε το παγωμένο μονοπάτι, λουσμένο στο φως της σελήνης.
Ο άνεμος έπνεε ρυθμικά και νανούριζε τα πλάσματα που είχαν βρει καταφύγιο στο δάσος.
Εκείνη άφησε την πόρτα της ημίκλειστη, όπως του το είχε υποσχεθεί.
Εκείνος πλάγιαζε στο κρεβάτι του... και άκουγε και δάκρυζε
Άλλοτε άκουγε τον βήξιμό της... άλλοτε την ανάσα της...
Ή μήπως ήταν η πνοή του βουνού;
Με θλίψη ανώνυμη υποδεχόταν τους ήχους της.
Ο άνεμος συνέχιζε να φυσάει το νανούρισμά του.
Κι εκείνη συγχρόνιζε την αναπνοή της με το νυχτερινό μυστήριο του δάσους.
Εκείνος, ακίνητος, άκουγε και δάκρυζε... δάκρυζε και άκουγε.
Κύλησε αργά η νύχτα... πολύ αργά... μέχρι που ήρθε το φως.

- Τελικά δεν ήρθες... μουρμούρισε εκείνη με τον καφέ στο χέρι.
- Αν ερχόμουν, θα με περιφρονούσες. Θα με έλεγες αδύναμο και θα με έδιωχνες.
- Α, κατάλαβα... η τιμή σου ήταν πιο δυνατή απ’ τη λαχτάρα σου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια