
Μια μέρα είδα κάτι άντρες πάνω σε μια στέγη να αντικαθιστούν τα κεραμίδια που είχε πάρει ο αέρας, Τέσσερις φορές πέρασα με το ποδήλατο και τέσσερις φορές στάθηκα και τους παρατηρούσα.
Όταν κοίταζα -σχεδόν με ίλλιγο- προς τα πάνω, με εξέπληττε το πόσο ξέγνοιαστοι ήταν οι εργάτες, που δεν φαινόταν να σπαταλούν ούτε μια σκέψη για το αν είναι δίκαιο ή αδικο που ήρθαν στη ζωή για να επισκευάζουν -με κίνδυνο ζωής- τις στέγες κοκκινομάγουλων Γερμανών.
Αντιθέτως, φαινόταν σαν να μην υπήρχε κάτι πιο σημαντικό γι' αυτούς στη ζωή από το να στρώνουν κεραμίδια από το πρωί ως το βράδυ.
Ήταν κεραμιδάδες.
Γύρω τους υψώνονταν δέντρα, είδα κι έναν σκίουρο.
Μετά ήρθαν σύννεφα, ήρθε βροχή, έφυγαν τα σύννεφα, ήρθαν πάλι, έφυγαν και βγήκε ο ήλιος. Όμως τα πάντα ήταν επικεντρωμένα στους κεραμιδάδες. Σαν να ήταν μέρος του συμπαντικού μηχανισμού (σαν;).
Υπήρχαν μεγαλοφυίες μεταξύ των κεραμιδάδων πού όλα τα πετύχαιναν με την πρώτη.
Μετά ήταν οι σκεπτικοί, οι προσεκτικοί και ήταν και κάποιοι άλλοι που πήγαιναν σχολαστικά με το πρωτόκολο.
Και ήμασταν κι εμείς.
Με λίγα λόγια ήταν σαν να είχε συγκεντρωθεί όλη η ανθρωπότητα γύρω από τα σπίτια με τα χαμένα κεραμίδια.
Και μετά έκαναν διάλειμμα.
Και ένας θεατής, γύρω στα εξήντα, σκούρος στο χρώμα, μοίραζε πούρα, α-λα Κούβα, μόνο φθηνότερα.
Οι κεραμιδάδες τον κοίταζαν έκπληκτοι και ένας είπε: «Στην οδό Πούτσεμούκελ γωνία Φριτσχόφεν, νούμερο 1, ο αέρας σήκωσε και πήρε το μισό το σπίτι!».
Πιστεύω πως εκείνο το μήνυμα ήταν ένα είδος ανταπόδοσης για τον άντρα με τα πούρα.
«Πω! Τι λες τώρα;», είπε εκείνος με ευγενή έκπληξη και έφυγε ικανοποιημένος.
Άνα Ζουμάνη-Ελλεβόρα
0 Σχόλια