Κάποτε έγραψα στο αναμνηστικό τετράδιο ενός κοριτσιού,  «Ποιητής. Όποιος με καταλαβαίνει καταλαβαίνει και τον εαυτό του. Διότι  είμαι η ίδια, η βουβή καρδιά σου, που απόκτησε φωνή».

Η βουβή καρδιά που απόκτησε φωνή. Ναι αυτό είναι. 
Ιδού, είναι βράδυ και κάποιος στέκεται στον βάλτο, μπροστά στις καλαμιές. Μετά φεύγει με σιωπηλή, γλυκιά μελαγχολία, εγκλωβισμένος σε αόριστα όνειρα, θέλει να απελευθερωθεί με μια λέξη, αλλά δεν μπορεί. Tότε τραγουδάει ο Λέναου τα βαλτοτράγουδά του, γλυκά και λυπημένα. Και ξαφνικά όλοι οι βουβοί λυτρώνονται και τραγουδούν στα τραγούδια του τους δικούς τους αναστεναγμούς. 

Έτσι και η ψυχή της γυναίκας. Στέκεται σιωπηλά μπροστά στη μυστηριώδη και μπερδεμένη της ύπαρξη, θέλει να παραπονεθεί, να απελευθερωθεί, αλλά βρίσκει πάντα τις πιο ακατάλληλες λέξεις. Και κάποιος πρέπει να έρθει, κάποιος που αγαπά, κάποιος που είναι γεμάτος αγάπη και να φωνάξει δυνατά αυτό που εκείνη να νιώθει. Να της αποκαλύψει ποια είναι. 

Η γυναίκα, ιδού, είναι η αδυσώπητη ιδεαλίστρια, που ήρθε στον κόσμο για να αναγκάσει τον άντρα, αυτόν τον ύπουλο σκύλο, να ξεδιπλώσει τις αναπτυξιακές του δυνατότητες. Τον θέλει με την κινητικότητα και την ελαστικότητα ενός ιδανικού ακροβάτη, την αξιοπρέπεια και το τακτ ενός πρίγκηπα των παραμυθιών, την ενδοσκοπική σοφία ενός Έλληνα φιλοσόφου, τη δύναμη του Σαμψών όταν μεγαλώνουν τα μαλλιά του και την ομορφιά του Απόλλωνα. Όμως αντί γι' αυτό, βιώνει επίπονες ερπυστικές ιδιότητες που της προκαλούν απογοήτευση και θλίψη.

Η γυναίκα λαχταρά έναν δυνατό ιππότη που θα τη φροντίζει τρυφερά, όπως η μάνα το γλυκό μωρό της. Μια λέξη, μια χειρονομία μπορεί να την ανεβάσει στον παράδεισο, ή να την κατεβάσει στην κόλαση.
Όπως ο καλλιτέχνης παίζει το εύαίσθητο βιολί, έτσι να παίζεις, φίλε, το εύθραυστο όργανο «γυναικεία ψυχή». Γιατί όλα τα καλά, τα τρυφερά, τα βαθιά και ανώτερά της εκεί τα νανουρίζει η μοίρα -και μπορείς να τα ξυπνήσεις μόνο με τη δύναμη μιας προσωπικότητας που αγκαλιάζει τον κόσμο όλο.  Η τελειότητά σου είναι η λύτρωσή της. Η λύπη της είναι η ατέλεια σου. Ο Θεός τη δημιούργησε με τα μυστηριώδη κάλλη της για να γίνεις «θεϊκός» για χάρη της. Αλίμονο στην ολιγαρκή γυναίκα, αλίμονο. Ματαιώνει τα πιο βαθιά σχέδια της φύσης.

Όλα αυτά είναι το περιεχόμενο των μικρών, αφοριστικών και πρόχειρα πασαλειμμένων σπουδών μου. Επειδή δεν με εκπληρώνει τίποτα άλλο. Δεν είμαι ποιητής, δεν είμαι καλλιτέχνης. Έχω μόνο την ιερή αποστολή να δείξω στον άντρα την ψυχή της γυναίκας, όχι μέσα από τις δικές του ανάγκες, αλλά από τις δικές της, ώστε να αναγνωρίσει της φύσης τα ιδανικά σχέδια.

Ιδού. Το αγόρι επιθυμεί φανατικά να πιάσει την πεταλούδα στο δίχτυ του. Αλλά εκείνη θέλει να πετάει ελεύθερα πάνω στα λουλούδια, λουσμένη με φως και αέρα. Η ψυχή της γυναίκας θέλει και πρέπει να παραδοθεί μόνο στον «ολόκληρο άντρα» και να του δωρίσει όλες τις ιερές δυνάμεις της. Μισεί τον μισό άντρα, τον δούλο των προκαταλήψεών του, χωρίς καν να το ξέρει και ενώ είναι η θανάσιμος εχθρός του, τού δίνει τα δώρα της και ταυτόχρονα κλαίει πικρά για την προδομένη αποστολή της.

Γι' αυτό έγραψα στο αναμνηστικό τετράδιο μιας γυναίκας, 
«Δυσπιστία.
- Αχ, άντρα μου, πότε επιτέλους θα πιστέψεις στην αγάπη μου;
- Όταν γίνω όμορφος σαν τον Άδωνι, ευγενής σαν τον Χριστό, σοφός σαν τον Σωκράτη, δυνατός σαν τον Ηρακλή και πλούσιος σαν τον Βάντερμπιλτ».

Έτσι είναι, φίλε μου. Η ωραία αρχόντισσα υποτάσσεται σιωπηλά στις σκοτεινές ανάγκες της καθημερινότητάς σου και μαζεύει στη μυστηριώδη ψυχή της τη θλίψη, την απογοήτευση και την απερίγραπτη μελαγχολία που έχουν στην καρδιά τους και οι ποιητές. 
Είθε να νιώσεις το άγγιγμα αυτής της μελαγχολικής λαχτάρας στα σημειώματά μου. 

ποιητής Μισογύνης